Αντισυνταγματική η μείωση του επιδόματος των πολύτεκνων οικογενειών. Παρατηρήσεις στη ΣτΕ 1095/2001. Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Δικαιώματα του Ανθρώπου”, τεύχος 13/2002, σελ. 197-206.

δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Δικαιώματα του Ανθρώπου", τεύχος 13/2002, σελ. 197-206.

Ο εξορθολογισμός του θεσμού των πολυτεκνικών επιδομάτων επιχειρήθηκε με το άρθρο 39 του νόμου 2459/1997, με το οποίο εισάγονται κριτήρια επιλεκτικότητας. Ωστόσο, στην απόφαση 1095/2001 το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι με γνώμονα το άρθρο 21 παρ. 2 Συντ. η νομοθετική αυτή επιλογή είναι αντισυνταγματική.
Σύμφωνα με την ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 21 παρ. 2 Συντ. που επιχείρησε το Συμβούλιο της Επικρατείας, γίνεται δεκτό ότι κατοχυρώνεται συνταγματικό δικαίωμα των πολύτεκνων οικογενειών για ειδική φροντίδα του κράτους, ρύθμιση που αποβλέπει κατεξοχήν στην αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος. Κατά την ερμηνευτική αυτή εκδοχή, η αναφορά της επίμαχης συνταγματικής διάταξης στις πολύτεκνες οικογένειες διαφοροποιείται ως προς τη λειτουργία της από την αναφορά της ίδιας διάταξης σε μια σειρά άλλων ευάλωτων πληθυσμιακών ομάδων (ανάπηροι, χήρες και ορφανά πεσόντων κ.λπ.). Στις άλλες αυτές πληθυσμιακές ομάδες η ειδική μέριμνα του κράτους αναμφίβολα είναι προνοιακής φύσεως, άρα σαφώς με γνώμονα τα χαρακτηριστικά των προνοιακών τεχνικών ο έλεγχος των εισοδηματικών μέσων θα μπορούσε να θεωρηθεί θεμιτός, αν όχι και επιβεβλημένος.
Αντίθετα, κατά τη ΣτΕ 1095/2001, η προστασία των πολύτεκνων οικογενειών αποσκοπεί στην αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της Χώρας και, συνεπώς, κρίνεται αντισυνταγματικός ο περιορισμός ή η υποβάθμιση της παρεχόμενης ειδικής φροντίδας αν δεν υφίστανται αποχρώντες λόγοι. Πρωτίστως όμως κρίνεται αντισυνταγματική η εξαίρεση από την ειδική κρατική φροντίδα των πολύτεκνων οικογενειών με γνώμονα εισοδηματικά κριτήρια.
Το σκεπτικό της απόφασης είναι συνεπές προς την ερμηνευτική του αφετηρία, δηλαδή προς την άποψη ότι το άρθρο 21 παρ. 2 Συντ. δεν αποσκοπεί στην ενίσχυση των πολυτέκνων ως ευάλωτης πληθυσμιακής ομάδας, αλλά στην αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος. Εν προκειμένω, πάντως, αναφύεται μια πρώτη ένσταση: Πέραν των όσων επιστημονικές έρευνες υποστηρίζουν σχετικά με την αναποτελεσματικότητα των επιδοματικών πολιτικών ως κινήτρων για την αύξηση του αριθμού των γεννήσεων, είναι προφανές ότι τα εν λόγω επιδόματα σαφώς υποβαθμίζονται ως κίνητρα για οικογένειες με υψηλά ετήσια εισοδήματα. Αν, λοιπόν, γίνει δεκτό ότι τα πολυτεκνικά επιδόματα είναι προνοιακής φύσεως παροχές προς μια ευάλωτη πληθυσμιακή ομάδα, τότε ασφαλώς νομιμοποιείται η κατάργησή τους για τις εύπορες οικογένειες. Αν, αντίθετα, θεωρηθεί ότι αποτελούν μέσο άσκησης δημογραφικής πολιτικής, όπως δέχεται η σχολιαζόμενη απόφαση, τότε είναι αμφίβολη η αποτελεσματικότητά τους ως προς τις εύπορες οικογένειες, λαμβανομένου υπόψη και του χαμηλού τους ύψους.
Στο άρθρο υποστηρίζεται ότι αναμφίβολα πρόκειται για μια ρηξικέλευθη θέση του Δικαστηρίου, που ανεξαρτήτως του κατά πόσον αξιοποιήθηκε στην επίμαχη περίπτωση με σωστή υπαγωγή των συγκεκριμένων νομοθετικών δεδομένων στην κατασκευή του κοινωνικού κεκτημένου, πάντως θα μπορούσε να οδηγήσει σε εξαιρετικά σημαντικές δικαστικές αποφάσεις ενόψει των ευρύτατων μεταρρυθμίσεων που έχουν ήδη ξεκινήσει στο πεδίο της κοινωνικής διοίκησης στη χώρα μας. Όμως αξίζει να επισημανθεί ότι ο επίμαχος νόμος 2459/1997, εισάγοντας με το άρθρο 39 κριτήρια εισοδηματικού ελέγχου για τη χορήγηση πολυτεκνικών επιδομάτων, ταυτόχρονα αύξησε σημαντικά το ύψος του καταβαλλόμενου επιδόματος• συνεπώς, πράγματι επιχείρησε μια εσωτερική ανακατανομή των διαθέσιμων πόρων υπέρ των μειονεκτουσών πολύτεκνων οικογενειών. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι βάσιμη η άποψη πως αγνοήθηκε στην επίμαχη περίπτωση το σχετικό κοινωνικό κεκτημένο.