Δεσμεύσεις και αυτοπεριορισμός της δεύτερης αναθεωρητικής Βουλής. Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Το Σύνταγμα”, τεύχος 6/1999, σελ. 1055-1070.

δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Το Σύνταγμα", τεύχος 6/1999, σελ. 1055-1070.

Το ερώτημα που τίθεται στο άρθρο αφορά το βαθμό δέσμευσης της αναθεωρητικής Βουλής από τις κατευθύνσεις που προτείνει η προηγούμενη, «προαναθεωρητική» Βουλή.
Επ’ αυτού έχουν διατυπωθεί στη θεωρία διιστάμενες απόψεις. Η Βουλή κατά την πρώτη φάση της ολοκληρωθείσας αναθεωρητικής διαδικασίας ακολούθησε την πρακτική της υπερψήφισης με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών μόνον εκείνων των προτάσεων αναθεώρησης, στις οποίες σημειώθηκε σύμπτωση των δύο μεγάλων κομμάτων όχι απλώς επί της ανάγκης αναθεώρησης, αλλά και επί της κατεύθυνσης. Η μεθόδευση αυτή διαμορφώνει ωστόσο ένα νέο πλαίσιο συζήτησης για το ζήτημα της οριοθέτησης των εξουσιών της αναθεωρητικής Βουλής.
Ανεξαρτήτως πάντως της επιχειρηματολογίας υπέρ της μιας ή της άλλης απόψεως τίθεται επιπλέον το ζήτημα του ελέγχου της Βουλής ως προς την τήρηση της συνταγματικά «ορθής» διαδικασίας. Σε ποιο βαθμό, δηλαδή, είναι εφικτός ο έλεγχος των ακολουθούμενων διαδικασιών και των αποφάσεων της Βουλής κατά την αναθεωρητική λειτουργία και, περαιτέρω, ποιες επιλογές της εναπόκεινται αποκλειστικά στον αυτοπεριορισμό της.
Η αδυναμία να συναχθούν επιχειρήματα από τη γραμματική-λογική ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων και από τη συνταγματική πρακτική, τα οποία να δίδουν προβάδισμα στη μια ή στην άλλη άποψη, καθιστά επιβεβλημένη την προσφυγή στην αναζήτηση της ratio του άρθρου 110 Συντ. Το κρίσιμο ερώτημα τίθεται ως εξής: Ποιός είναι ο σκοπός και ο δικαιολογητικός λόγος της κατοχύρωσης αυξημένων διαδικαστικών εγγυήσεων και, ιδίως, της παρέμβασης του εκλογικού σώματος στην αναθεωρητική διαδικασία ;
Από τις δύο υποστηριζόμενες αντιλήψεις, δηλαδή αφ’ ενός την άποψη που με γνώμονα τη δημοκρατική αρχή υποστηρίζει την αυξημένη νομιμοποίηση της δεύτερης Βουλής, άρα την καθιστά και αποκλειστικά αρμόδια για τη ρύθμιση του περιεχομένου των αναθεωρητέων διατάξεων, και αφ’ ετέρου την άποψη που δέχεται την ισοδυναμία των δύο Βουλών, με γνώμονα την επίτευξη της ευρύτερης δυνατής συναίνεσης γύρω από το περιεχόμενο του Συντάγματος, καταλήγοντας στη δέσμευση της δεύτερης Βουλής από τις κατευθύνσεις της πρώτης, η δεύτερη άποψη εμφανίζεται να βρίσκεται εγγύτερα στη ratio του άρθρου 110 Συντ. για δύο κυρίως λόγους :
α. Το άρθρο 110 παρ. 2 έως 4 Συντ. εξομοιώνει κατ’ ουσίαν τις δύο Βουλές, όταν θεωρεί εξίσου επαρκή όρο την επίτευξη της αυξημένης πλειοψηφίας των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών στην πρώτη Βουλή. Αυτό σημαίνει ότι θα ήταν παράδοξο να γίνει δεκτό ότι η πρώτη Βουλή αποφασίζει με αυξημένη πλειοψηφία μόνο επί των αναθεωρητέων διατάξεων, ενώ η δεύτερη Βουλή αποφασίζει αδέσμευτα με μόλις 151 ψήφους και επί του περιεχόμενου. Από τη στιγμή που είναι αδιάφορο σε ποιά από τις δύο Βουλές θα συγκεντρώνεται η πλειοψηφία των τριών πέμπτων, ο συντακτικός νομοθέτης δεν φαίνεται να επιφυλάσσει μόνο στη δεύτερη Βουλή την αναθεωρητική αρμοδιότητα.
β. Η συμμετοχή του εκλογικού σώματος στην αναθεωρητική λειτουργία δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι αποσκοπεί στην ενίσχυση της αρμοδιότητας της δεύτερης Βουλής, όπως υποστηρίζει η κρατούσα άποψη. Η σύνθεση της δεύτερης Βουλής δεν αποτυπώνει το περιεχόμενο της λαϊκής εντολής στο ζήτημα της αναθεώρησης, αφού οι εκλογείς δεν ψηφίζουν στην πραγματικότητα με βασικό κριτήριο το αναθεωρητικό εγχείρημα, αλλά λαμβάνοντας υπόψη το συνολικό πολιτικό πρόγραμμα κομμάτων και υποψηφίων. Η ανάδειξη της αναθεωρητικής Βουλής δεν συνεισφέρει λοιπόν διαγνώσιμη εντολή στο ζήτημα της αναθεώρησης. Πέραν τούτου, όμως, αν γίνει δεκτό ότι η δεύτερη Βουλή είναι αδέσμευτη, αυτό εμπεριέχει και τον κίνδυνο όχι μόνο να μην ακολουθήσει τις κατευθύνσεις της πρώτης Βουλής, αλλά ούτε καν τις προεκλογικές της εξαγγελίες επί του ζητήματος της αναθεώρησης.