Η συνταγματική αναθεώρηση του 2001 και τα θεμελιώδη δικαιώματα: Προς ένα νέο κύμα συνταγματισμού; στον τόμο: Μ. Τσαπόγα/Δ. Χριστόπουλου (επιμ.), Τα δικαιώματα στην Ελλάδα 1953-2003, Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2004, σελ. 61-74.

στον τόμο: Μ. Τσαπόγα/Δ. Χριστόπουλου (επιμ.), Τα δικαιώματα στην Ελλάδα 1953-2003, Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2004, σελ. 61-74.

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι κάθε αναθεωρητικό εγχείρημα πρέπει να διαπνέεται από μια συγκροτημένη στρατηγική των πολιτικών δυνάμεων απέναντι στο Σύνταγμα, απέναντι στη λειτουργία των επιμέρους συνταγματικών θεσμών, απέναντι στην ίδια τελικά την αναγκαιότητα αναθεώρησης του Συντάγματος. Υπό αυτό το πρίσμα, η συνταγματική στρατηγική αντιδιαστέλλεται, προς μια πρόσκαιρη κίνηση πολιτικής τακτικής, που αποσκοπεί στη συγκάλυψη πολιτικών ευθυνών ή στην επίτευξη βραχυπρόθεσμων μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων. Άλλωστε, η εξαρχής αποσαφήνιση των «μακροπολιτικών» θέσεων από τις οποίες εμφορείται ένα αναθεωρητικό διάβημα αποτελεί προϋπόθεση για να αποκτήσει συνοχή, αξιοπιστία και ελεγξιμότητα.
Οι τροποποιήσεις που επέφερε ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 2001 στις διατάξεις που κατοχυρώνουν θεμελιώδη δικαιώματα αποτυπώνουν μια τάση ενίσχυσης της εγγυητικής λειτουργίας του Συντάγματος σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από νέους κινδύνους και ανασφάλειες για τα άτομα και επιμέρους κοινωνικές ομάδες.
Ειδικότερα, η επαναθεμελίωση της εγγυητικής λειτουργίας του Συντάγματος στο πλαίσιο της αναθεώρησης του 2001 έλαβε δύο όψεις: Η πρώτη όψη συνίσταται σε μια κρίσιμη επιλογή του αναθεωρητικού νομοθέτη ως προς τη λεκτική οικονομία του συνταγματικού κειμένου. Η δεύτερη όψη αυτής της λανθάνουσας συνταγματικής στρατηγικής αφορά, πέρα από τη μορφή, και το περιεχόμενο του συνταγματικού κειμένου, δηλαδή συγκεκριμένες επιλογές του αναθεωρητικού νομοθέτη ως προς επιμέρους θεμελιώδη ζητήματα της πολιτείας. Ασφαλώς, οι δύο αυτές όψεις της λανθάνουσας συνταγματικής στρατηγικής ήταν αλληλένδετες και αποσκοπούσαν στη διεύρυνση των συνταγματικών εγγυήσεων έναντι «της δυνάμεως των κυβερνώντων», ως τμήμα της οποίας λογίζεται εν προκειμένω και η δύναμη επιρροής μη κρατικών εξουσιών.
Η επαναθεμελίωση της εγγυητικής λειτουργίας του Συντάγματος, ως έκφραση ενός νέου κύματος συνταγματισμού, συνυφαίνεται με τη συνολική κοινωνική αβεβαιότητα και την ατομική ανασφάλεια που βιώνει ο πολίτης στην ύστερη νεωτερικότητα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι έννοιες της ανασφάλειας και της αβεβαιότητας αποτελούν ήδη υπό τη μορφή του χομπσιανού κοινωνικού συμβολαίου τη μήτρα του συνταγματισμού. Η επιστροφή στις πρωταρχικές λειτουργίες του Συντάγματος αποτελεί λοιπόν την απάντηση στην επανεμφάνιση, υπό νέα μορφή και με ιδιαίτερη ένταση, διακινδυνεύσεων και ανασφαλειών που ανευρίσκονται ιδεοτυπικά στις πρώιμες φάσεις του συνταγματισμού.
Στο άρθρο υποστηρίζεται ότι η συνταγματική δυσπιστία και η συνακόλουθη ενίσχυση των συνταγματικών δεσμεύσεων των κρατικών ή οικονομικοί εξουσιών θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως προϊόν της ασάφειας, της απροσδιοριστίας, της αίσθησης απειλής και κρίσης. Ο νέος συνταγματισμός αποτελεί έκφανση ενός εγχειρήματος περιορισμού της διακινδύνευσης, αλλά επίσης, σε ένα άλλο επίπεδο, μέσο διάσωσης της αξιόπιστης λειτουργίας του συνταγματικού κειμένου ως θεμελιώδους κανονιστικού πλαισίου οργάνωσης της πολιτείας. Η κοινωνική αβεβαιότητα, η υπονόμευση της ασφάλειας δικαίου, η έλλειψη εμπιστοσύνης σε θεσμούς και όργανα της πολιτείας οδηγούν αναπόφευκτα στο αίτημα «ενδυνάμωσης της κανονιστικότητας» του Συντάγματος. Αυτό το αίτημα επιχείρησε εντέλει να ικανοποιήσει η αναθεώρηση του 2001.