Οι συνταγματικές δεσμεύσεις της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος. Επιθεώρηση Δικαίου Κοινωνικής Ασφαλίσεως, τεύχος 3/519, Μάρτιος 2002, σελ. 161-179.

Επιθεώρηση Δικαίου Κοινωνικής Ασφαλίσεως, τεύχος 3/519, Μάρτιος 2002, σελ. 161-179.

Ο διάλογος για τη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, πρωτίστως του συνταξιοδοτικού συστήματος, αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου διαλόγου που διεξάγεται κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφορά την αύξηση της ανάπτυξης, της ανταγωνιστικότητας και της απασχόλησης.
Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση αφορά τόσο περιμετρικές μεταβολές, όπως είναι τα όρια συνταξιοδότησης, το ύψος των εισφορών ή ο τρόπος υπολογισμού των συντάξεων, όσο και δομικές αναδιαρθρώσεις, που άπτονται εν τέλει της φυσιογνωμίας και των θεμελιωδών χαρακτηριστικών του θεσμού• και, συνεπώς, στο μέτρο που η κοινωνική ασφάλιση είναι καταγεγραμμένη ως κοινωνικό δικαίωμα στο συνταγματικό κείμενο αλλά και σε διεθνή κείμενα αυξημένης τυπικής ισχύος, οι μεταρρυθμίσεις σε επίπεδο κοινής νομοθεσίας προϋποθέτουν τον έλεγχο της συμβατότητάς τους προς τις συνταγματικές και διεθνείς δεσμεύσεις.
Το άρθρο 22 παρ. 5 Συντ. πέρα από την καταγραφή του σκοπού της νομοθετικής παρέμβασης και τη δέσμευση που επιβάλλει στον κοινό νομοθέτη να προάγει με τις οργανωτικές του επιλογές το θεσμό, ταυτόχρονα κατοχυρώνει μια θεσμική εγγύηση, οριοθετώντας την ευχέρεια του νομοθέτη. Η θεσμική αυτή εγγύηση διασφαλίζει το θεσμό της κοινωνικής ασφάλειας παρεμποδίζοντας την αλλοίωση του οργανωτικού του πυρήνα, χωρίς όμως να αποκλείεται η αναδιάρθρωσή του, η αυστηροποίηση των προϋποθέσεων απονομής ασφαλιστικών παροχών, το ύψος ή η έκτασή τους. Στο άρθρο προσεγγίζονται κριτικά η θεωρητική συζήτηση και η νομολογία σχετικά με το κανονιστικό περιεχόμενο του άρθρου 22 παρ. 5 Συντ.
Στο άρθρο υποστηρίζεται ότι ο θεσμός της κοινωνικής ασφάλισης διέπεται από έξι θεμελιώδεις αρχές: την αρχή της ανταποδοτικότητας, την αρχή της καθολικότητας, την αρχή της υποχρεωτικότητας, την αρχή του δημόσιου χαρακτήρα της υποχρεωτικής ασφάλισης, την αρχή της προστασίας του ασφαλιστικού κεφαλαίου και την αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης. Η αλληλεπίδραση των αρχών αυτών και η συνεκτική τους αποτύπωση στη θεσμική διάπλαση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης συνεπάγεται τη συγκρότηση ενός πλαισίου απρόσβλητου από τις ρυθμιστικές παρεμβάσεις του κοινού νομοθέτη. Επίσης υποστηρίζεται ότι οι οργανωτικές βάσεις του ισχύοντος συστήματος αποτελούν τμήμα του απρόσβλητου πυρήνα του θεσμού.
Από την επεξεργασία των παγιωμένων χαρακτηριστικών του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης αναδεικνύονται και εκείνα τα πεδία στα οποία ο κοινός νομοθέτης διατηρεί την ευχέρεια οργανωτικής και λειτουργικής παρέμβασης. Ο νομοθέτης δεν περιορίζεται κατ’ αρχάς να μεταβάλει το ύψος των ασφαλιστικών παροχών ή τον τρόπο υπολογισμού τους, ούτε να τροποποιήσει τις προϋποθέσεις θεμελίωσης ασφαλιστικού δικαιώματος ή να διαμορφώσει διαφοροποιημένες κατηγορίες ασφαλισμένων ανάλογα με το είδος της απασχόλησής τους. Άλλωστε, δεν αμφισβητείται η αναγκαιότητα διαρκούς αναπροσαρμογής του θεσμού στα μεταβαλλόμενα δημογραφικά, κοινωνικά και δημοσιονομικά δεδομένα. Ωστόσο η πρόβλεψη από τον νομοθέτη προϋποθέσεων που θα καθιστούσαν εξαιρετικά δυσχερή τη γένεση ή άσκηση της αξίωσης για ασφαλιστική παροχή ή η υπέρμετρη συρρίκνωση των ασφαλιστικών παροχών ώστε να μην διασφαλίζεται ένα ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης, ασφαλώς θα αποτελούσε αντίθετη προς το Σύνταγμα προσβολή του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης.