Δημόσια Υγεία και Σεβασμός των Δικαιωμάτων

Τα Νέα, 30/03/20

Τα Νέα, 30/03/20

Ξενοφών Κοντιάδης, Κυριάκος Σουλιώτης
 

Υπό συνθήκες υγειονομικής κρίσης, που έχει λάβει διαστάσεις πανδημίας, η προστασία της υγείας αποτελεί πρωταρχική προτεραιότητα της πολιτείας. Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι θα ήταν ανεκτή η σταδιακή διολίσθηση του δημοκρατικού και κοινωνικού κράτους δικαίου σε ένα αυταρχικό κράτος, το οποίο εν ονόματι της δημόσιας υγείας θα επέβαλε δυσανάλογους περιορισμούς των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Στο Σύνταγμά προβλέπονται μηχανισμοί που επιτρέπουν τόσο την ταχεία νομοθέτηση σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, μέσω πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, όσο και τον περιορισμό των δικαιωμάτων με γνώμονα τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας. Παρ’ όλα αυτά, έχουν διατυπωθεί απόψεις που υποστηρίζουν ότι τα προληπτικά μέτρα, ιδίως οι περιορισμοί στην ελεύθερη μετακίνηση, δεν είναι σύμφωνα με το Σύνταγμα. Ας δούμε γιατί οι απόψεις αυτές δεν είναι ορθές. 
Στο άρθρο 5 παρ. 3 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η προσωπική ελευθερία, ενώ στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου προβλέπεται ότι «απαγορεύονται ατομικά διοικητικά μέτρα που περιορίζουν σε οποιοδήποτε Έλληνα την ελεύθερη κίνηση ή εγκατάσταση στη χώρα […]». Εξαίρεση από την απαγόρευση των ατομικών διοικητικών μέτρων εισάγει η ερμηνευτική δήλωση του ίδιου άρθρου του Συντάγματος, σχετικά με τη «λήψη μέτρων που επιβάλλονται για την προστασία της δημόσιας υγείας ή της υγείας ασθενών, όπως ο νόμος ορίζει». Κρίσιμο είναι επίσης ότι στην παρ. 5 του ίδιου άρθρου θεσπίζεται το δικαίωμα προστασίας της υγείας, ενώ στο άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος κατοχυρώνεται θετική υποχρέωση του κράτους να μεριμνά για την υγεία των πολιτών, στην οποία περιλαμβάνονται ασφαλώς και τα μέτρα πρόληψης της πανδημίας. 
Τα μέτρα που επιβάλλονται αξιολογούνται με βάση την αρχή της αναλογικότητας. Οι νομοθετικές ρυθμίσεις που προβλέπουν τους περιορισμούς στην ελευθερία κίνησης θεμελιώνονται στις προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις, που αφορούν την προστασία της δημόσιας υγείας. Άρα τα κρίσιμα ερωτήματα που τίθενται είναι αν ο περιορισμός της ελεύθερης μετακίνησης αποτελεί πράγματι  κατάλληλο και αναγκαίο μέτρο για την προστασία της υγείας και ποια θα είναι η χρονική του διάρκεια.
Είναι προφανές ότι ο περιορισμός στις μετακινήσεις των πολιτών δεν αποτελεί τυχαία επιχειρησιακή επιλογή στην παρούσα συγκυρία. Άλλωστε, σταδιακά υιοθετείται από πολλές χώρες, κάτω από τον κίνδυνο της αύξησης του αριθμού των κρουσμάτων σε επίπεδα τα οποία δεν θα μπορούν να διαχειριστούν τα συστήματα υγείας. Το παράδειγμα της Ιταλίας, στην οποία η επιδημία είχε τραγικά αποτελέσματα παρά το γεγονός ότι ξέσπασε σε περιοχή με επαρκείς υγειονομικές υποδομές υψηλού επιπέδου, είναι ενδεικτικό. Περαιτέρω, είναι καθ’ όλα ορθολογικό η λήψη μέτρων για τον περιορισμό των κρουσμάτων να αποτελεί προτεραιότητα για τα συστήματα υγείας σήμερα, ακόμα κι αν αυτά διαθέτουν τους πόρους για να καλύψουν τις ανάγκες όσων θα χρειαστούν φροντίδα. 
Η τεκμηρίωση μιας τέτοιας επιλογής είναι ακόμα πιο ισχυρή στη χώρα μας, δεδομένων των «τραυμάτων» που προκλήθηκαν στον υγειονομικό τομέα τόσο από την παρατεταμένη υποχρηματοδότησή του κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης όσο και από τη στρεβλή ανάπτυξη του συστήματος υγείας πριν από αυτή. Φυσικά, ο ορθολογικός χαρακτήρας των μέτρων περιορισμού δεν αναιρεί την ανάγκη ενδυνάμωσης του ΕΣΥ, το οποίο, έπειτα από μια περίοδο οριακής λειτουργίας, βρίσκεται αντιμέτωπο με μια πρωτόγνωρη απειλή. Η ανάγκη για κάλυψη της απόστασης που μας χωρίζει, εδώ και χρόνια, από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες σχετικά με τη διαθεσιμότητα κλινών ΜΕΘ είναι επιτακτική. Άλλωστε, το έλλειμμα αυτό έχει επισημανθεί κατ’ επανάληψη και υπό φυσιολογικές συνθήκες.
Συνεπώς, ο σχεδιασμός για ενίσχυση του ΕΣΥ σε ανθρώπινους και τεχνολογικούς πόρους πρέπει να υλοποιηθεί το συντομότερο και να αποτελέσει αφετηρία για την ανασυγκρότηση που, ούτως ή άλλως, απαιτείται να γίνει στο σύστημα υγείας την «επόμενη μέρα». Στο ίδιο πλαίσιο, η ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, η επέκταση της κατ’ οίκον νοσηλείας και η παγίωση ενός πιο ορθολογικού τρόπου διασύνδεσης του ΕΣΥ με τις δομές της τοπικής αυτοδιοίκησης και του ιδιωτικού τομέα είναι αναγκαίο να τεθούν επί τάπητος, με κύριο σημείο αναφοράς τις ανάγκες των πολιτών. 
Υπό την οπτική αυτή, οι περιορισμοί που η πολιτεία έθεσε στην ελευθερία μετακίνησης  θεμελιώνονται πρωτίστως στο δικαίωμα στην υγεία και στην αντίστοιχη υποχρέωση του κράτους να μεριμνά για την προστασία της. Η υποχρέωση αυτή δεν εξαντλείται βέβαια με αυτόν τον τρόπο, καθώς διαχρονικά αναφέρεται στη διαμόρφωση των προϋποθέσεων που θα διασφαλίζουν την ισότιμη και καθολική κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού από ποιοτικές υπηρεσίες υγείας.