Η ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών της στρατιωτικής δικαιοσύνης μετά την αναθεώρηση του 2019, www.syntagmawatch.gr, 22/2/2022

I.

Στις ευάριθμες συνταγματικές διατάξεις που αναθεωρήθηκαν το 2019 περιλαμβάνεται το άρθρο 96 παρ. 5. Υπάρχουν έξι βασικά ερωτήματα που ανακύπτουν από την αναθεώρηση της διάταξης αυτής:

1. Ήταν αναγκαία η αναθεώρηση του άρθρου 96 παρ. 5 Σ;

2. Αναθεωρήθηκε η επίμαχη διάταξη στη σωστή κατεύθυνση;

3. Ποιες είναι οι κανονιστικές επιπτώσεις της αναθεώρησής  της;

4. Είναι αμέσου εφαρμογής η συνταγματική διάταξη για την πλήρη εξομοίωση των δικαστικών  λειτουργών των ενόπλων δυνάμεων με τους τακτικούς δικαστές των άλλων δικαστηρίων;

5. Ποια είναι τα όρια της διακριτικής ευχέρειας του κοινού νομοθέτη ως προς την έκδοση του εφαρμοστικού του Συντάγματος νόμου;

6. Τίθεται ζήτημα παρόδου εύλογου χρόνου ή, κατά τη νεότερη νομολογία του ΣτΕ, υπερβολικής καθυστέρησης στη συμμόρφωση του κοινού νομοθέτη προς τις συνταγματικές επιταγές;

Η αναθεώρηση του άρθρου 96 παρ. 5 Σ. αποσκοπεί στην ενίσχυση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών των στρατιωτικών δικαστηρίων του άρθρου 96 παρ. 4 Σ. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι στην αναθεωρητική Βουλή διατυπώθηκε και η πρόταση να καταργηθεί η στρατιωτική δικαιοσύνη ώστε να εκδικάζονται τα στρατιωτικά αδικήματα των στρατιωτικών από τα κοινά ποινικά δικαστήρια.

Η πρόταση αυτή ήταν εσφαλμένη. Όπως έκρινε ο αναθεωρητικός νομοθέτης, είναι επιβεβλημένη η ειδική δικαιοδοσία της στρατιωτικής δικαιοσύνης, σύμφωνα με τις βασικές αρχές που διέπουν σήμερα τη λειτουργία της, λαμβάνοντας υπόψιν και τη σημαντική τροποποίηση που επέφερε η αναθεώρηση του 2019. Όμως η αναφορά στην εν λόγω πρόταση που υποβλήθηκε στην αναθεωρητική Βουλή έχει σημασία ακριβώς επειδή δια της απορρίψεώς της και της πανηγυρικής ενίσχυσης του status των στρατιωτικών δικαστών ενδυναμώνεται το κύρος τους και η θέση της δικαιοσύνης των ενόπλων δυνάμεων στο δικαστικό μας σύστημα.

Γιατί ήταν αναγκαία η αναθεώρηση του άρθρου 96 παρ. 5; Τα στρατιωτικά δικαστήρια απονέμουν δικαιοσύνη στο πλαίσιο της ειδικής ποινικής δικαιοσύνης, κατά τρόπο που δεν τα διαφοροποιεί από τα άλλα ποινικά δικαστήρια ως προς τη φύση της αποστολής τους. Έχουν τη εξουσία να εκδικάζουν αδικήματα που τελούνται από ειδικές κατηγορίες ατόμων, όπως αντίστοιχα συμβαίνει επί παραδείγματι με τα δικαστήρια ανηλίκων. Στα στρατιωτικά ποινικά δικαστήρια υπάγονται οι στρατιωτικοί που τελούν αδικήματα του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (ΣΠΚ). Η σύνθεση των πρωτοβάθμιων στρατιωτικών δικαστηρίων περιλαμβάνει κατά πλειοψηφία στρατιωτικούς δικαστές και κατά μειοψηφία στρατοδίκες, ενώ του αναθεωρητικού δικαστηρίου αποκλειστικά δικαστές. Η λειτουργική αντιστοιχία τους με τα τακτικά ποινικά δικαστήρια περιγράφεται στις διατάξεις του ΣΠΚ.[1]

Η λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των στρατιωτικών δικαστών διασφαλιζόταν από το άρθρο 96 παρ. 5 Σ. ήδη πριν από την αναθεώρησή του. Ωστόσο, η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν αναγνώρισε ότι με βάση το άρθρο 96 παρ. 5 Σ. καθιερώνεται ευθεία εφαρμογή του άρθρου 88 Σ. στους στρατιωτικούς δικαστές (ΣτΕ Ολ. 2857/2003). Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι στην εν λόγω απόφαση του ΣτΕ διατυπώθηκε ισχυρή μειοψηφία.

II.

Ένα κρίσιμο ζήτημα αποτελεί η συμμετοχή στρατοδικών στη σύνθεση στρατιωτικών δικαστηρίων, που αντιστοιχεί στη συμμετοχή ενόρκων στα μεικτά ορκωτά δικαστήρια. Εν προκειμένω η νομολογία του ΕΔΔΑ έκρινε σε ορισμένες περιπτώσεις ότι η υπαγωγή των στρατοδικών σε οργανισμό με ιεραρχική δομή, ως μελών των ενόπλων δυνάμεων, θέτει σε αμφισβήτηση τη λειτουργική και προσωπική τους ανεξαρτησία, αφού δεν απολαμβάνουν τις απαιτούμενες εγγυήσεις ανεξαρτησίας κατά παράβαση του άρθρου 6 ΕΣΔΑ.[2] Σε άλλες υποθέσεις το ΕΔΔΑ δέχθηκε ότι η συμμετοχή δύο στρατοδικών σε πενταμελή σύνθεση στρατιωτικού δικαστηρίου δεν θεμελιώνει παραβίαση του άρθρου 6 ΕΣΔΑ.[3] Ωστόσο, μετά την απόφαση Moustafa κατά Βουλγαρίας της 28.11.2019[4] η συμμετοχή στρατοδικών στα στρατιωτικά δικαστήρια κρίνεται ως ασύμβατη προς την ΕΣΔΑ.

Με γνώμονα και την πραγματική λειτουργία της στρατιωτικής δικαιοσύνης, η συμμετοχή στρατοδικών κατά μειοψηφία στα στρατιωτικά δικαστήρια κατά μία άποψη κρίνεται χρήσιμη για την απονομή δικαιοσύνης στα  στρατιωτικά δικαστήρια. Κατά μία άλλη άποψη, σκόπιμη είναι η πλήρης εξομοίωση των στρατιωτικών δικαστηρίων με τα μεικτά ορκωτά, ώστε στρατοδίκες να μετέχουν μόνο κατά την εκδίκαση κακουργημάτων, ενώ στις άλλες μορφές των συνθέσεων να μετέχουν αποκλειστικά δικαστές της στρατιωτικής δικαιοσύνης.[5] Η ορθότερη λύση είναι πάντως, με βάση την πρόσφατη νομολογία του ΕυρΔΔΑ, να καταργηθεί η συμμετοχή στρατοδικών, των οποίων η ανεξαρτησία είναι αμφισβητήσιμη, ώστε τα πρωτόδικα στρατιωτικά δικαστήρια να συντίθενται αποκλειστικά από στρατιωτικούς δικαστές πλήρως ανεξάρτητους από τις ένοπλες δυνάμεις και την ιεραρχία τους.[6]

Ενόψει των προηγούμενων δεδομένων, ιδίως της προαναφερθείσας νομολογίας του ΣτΕ, ήταν επιβεβλημένη και σε σωστή κατεύθυνση η αναθεώρηση του άρθρου 96 παρ. 5 Σ. το 2019. Παραμένει, ωστόσο, σε εκκρεμότητα η έκδοση του προβλεπόμενου εκτελεστικού νόμου, με τον οποίο θα τροποποιηθεί ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας και τα συναφή νομοθετήματα.

Είναι αξιοσημείωτο ότι από την ψήφιση του Συντάγματος του 1975 μέχρι την ψήφιση του ισχύοντος νόμου 2287/1995 με τον οποίο κυρώθηκε ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας, καθώς και του νόμου 2304/1995 με τον οποίο κυρώθηκε ο Κώδικας Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων μεσολάβησε μία εικοσαετία κατά τη διάρκεια της οποίας συγκροτήθηκαν τρεις διαφορετικές νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, μία ανά δεκαετία, μέχρις ότου μετά από πολλές περιπέτειες ο νόμος να εισαχθεί και να ψηφιστεί στη Βουλή. Μια ανάλογη καθυστέρηση για την έκδοση του εκτελεστικού νόμου με τον οποίο θα προσαρμόζεται η νομοθεσία στην αναθεωρημένη διάταξη του άρθρου 96 παρ. 5 Σ. δεν είναι ασφαλώς σήμερα νοητή.

Ήδη από τις αρχές του 2020, ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας εξήγγειλε την ψήφιση του προβλεπόμενου εκτελεστικού νόμου, επισημαίνοντας ότι είναι αναγκαία η κατάργηση διατάξεων που υποδηλώνουν κάποιας μορφής στρατιωτική ιδιότητα για τους στρατιωτικούς δικαστές και η προσαρμογή του Κώδικα δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων στις συνταγματικές ρυθμίσεις που ισχύουν για τους τακτικούς δικαστές. Στα υπό ρύθμιση ζητήματα περιλαμβάνεται η υπηρεσιακή κατάσταση και το όριο αποχώρησης των στρατιωτικών δικαστών, η θητεία του προέδρου και του εισαγγελέα, η επιλογή του προέδρου, των αντιπροέδρων και του εισαγγελέα του αναθεωρητικού δικαστηρίου, η υπαγωγή της στρατιωτικής δικαιοσύνης στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, η εισαγωγή των δικαστών στο δικαστικό σώμα των ενόπλων δυνάμεων και η υπαγωγή τους στην επιθεώρηση του Αρείου Πάγου. Ωστόσο, η νομοθετική πρωτοβουλία θα ήταν ορθότερο να ασκηθεί από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, με γνώμονα τη νέα λογική της αναθεωρημένης διάταξης του άρθρου 96 παρ. 5 Σ.

III.

Τίθεται το ερώτημα πώς αντιμετωπίζεται κατά το Σύνταγμα η καθυστέρηση του νομοθέτη να προβεί στις προηγούμενες τροποποιήσεις. Η απάντηση που δίνει η συνταγματική θεωρία ως προς την υποχρέωση του νομοθέτη να θεσπίζει τους εκτελεστικούς νόμους είναι ότι αν οι συνταγματικές διατάξεις μπορούν να εφαρμοστούν χωρίς τη θέσπιση του εκτελεστικού νόμου, τότε η μη ενεργοποίησή του δεν είναι αναγκαία. Σε περίπτωση που πρόκειται για οργανικό ή οργανωτικό νόμο, ο οποίος είναι αναγκαίος για την εφαρμογή ενός ατομικού ή πολιτικού δικαιώματος, τίθεται ζήτημα παράβασης του Συντάγματος εξαιτίας της μη θέσπισής του. Ωστόσο, αυτή η αντισυνταγματική παράλειψη δεν μπορεί να αρθεί με την επιβολή από ένα δικαστικό όργανο στον κοινό νομοθέτη της άσκησης του νομοθετικού έργου.

Η καθυστέρηση έκδοσης του προβλεπόμενου οργανωτικού νόμου, μετά την πάροδο δύο και πλέον χρόνων από την αναθεώρηση του Συντάγματος, δεν χαρακτηρίζεται ως εύλογη. Οι στρατιωτικοί δικαστές, αλλά και κάθε άλλος θιγόμενος, έχουν τη δυνατότητα να προσφύγουν στη δικαιοσύνη με το αίτημα της άμεσης εφαρμογής διατάξεων που ισχύουν για τους τακτικούς δικαστές, όπου αυτή η αναλογία είναι άμεσα εφαρμόσιμη.

Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν έχει προβλεφθεί η συνταγματικά επιβεβλημένη, μετά την αναθεώρηση του άρθρου 96 παρ. 5 Σ., μισθολογική εξομοίωση των δικαστικών λειτουργών των ενόπλων δυνάμεων με τους τακτικούς ποινικούς δικαστές. Εξάλλου, οι αμοιβές τους είναι κατώτερες και των στρατιωτικών στους αντίστοιχους βαθμούς και έτη, καθόσον λαμβάνουν μόνο τον βασικό μισθό και όχι τα επιδόματα των στρατιωτικών (για υπηρεσίες στρατοπέδου, ασκήσεις, ειδικά επιδόματα κ.λπ.). Κατά περίπτωση μάλιστα, λαμβάνουν χαμηλότερες αποδοχές και από τους στρατιωτικούς γραμματείς, ακόμη και αν αυτοί είναι υπαξιωματικοί (όπως μακράς θητείας, Ε.Π.Υ., ΕΠΟΠ ) λόγω ετών και χρονοεπιδόματος που λαμβάνουν οι τελευταίοι. Επίσης, δεν έχει προβλεφθεί η συνταγματικά επιβεβλημένη εξομοίωση ως προς την υγειονομική περίθαλψη των στρατιωτικών δικαστών.

Στο πλαίσιο αυτό, υπάρχει η δικονομική οδός της άσκησης αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον του Μισθοδικείου, εξαιτίας της  υπερβολικής καθυστέρησης συμμόρφωσης του νομοθέτη στη συνταγματική επιταγή του αναθεωρημένου άρθρου 96 παρ. 5 Σ., κατ’ αναλογία και της νομολογίας που αφορά την παράλειψη ενσωμάτωσης ενωσιακού δικαίου στην εσωτερική έννομη τάξη. Σε περίπτωση που το Μισθοδικείο παραπέμψει τη διαφορά στα διοικητικά δικαστήρια, θα μπορούσε να ανοίξει ο δρόμος για μία πιλοτική δίκη στο ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο, με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα ως προς το εύρος των συνεπειών μιας τέτοιας δικαστικής διαφοράς.


[1] Α. Παπαδαμάκης, Στρατιωτικό ποινικό δίκαιο, 2013.

[2] Πετρόπουλος, Άρθρο 96, Σπυρόπουλος/Κοντιάδης/Ανθόπουλος/Γεραπετρίτης, Σύνταγμα – κατ’ άρθρο ερμηνεία, αρ. περ. 11.

[3] Tsaridi and Bellou vs Greece (74927/2001).

[4] Νομικό Βήμα 2019, σ. 2012 επ.

[5] Παπαδαμάκης, Στρατιωτικό, ό.π., σ. 457 επ., Π. Κρεμμυδιώτης,  Η προβληματική της αναγκαιότητάς και αποτελεσματικότητας του θεσμού των στρατοδικών στη χώρα μας, ΠοινΧρ 2005, σ. 777 επ.

[6] Β. Χειρδάρης, Σχόλιο στην υπόθεση Moustafa κατά Βουλγαρίας, ΝοΒ 2019, σ. 2016 επ.