Η θύελλα του προσφυγικού

Πρώτο Θέμα, 08/03/20

Η προώθηση μεταναστών και προσφύγων από τον Ερντογάν προς τα ελληνικά σύνορα ήταν αναμενόμενη. Μπροστά στα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει η Τουρκία, ιδίως μετά την εμπλοκή της στον πόλεμο με τη Συρία, η άσκηση πίεσης μέσω διογκούμενων προσφυγικών ροών είχε προεξοφληθεί εδώ και μήνες. Παρότι η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης ως προς την αποτροπή των μαζικών ροών και τη διεθνοποίηση του προβλήματος ήταν άμεση και αποφασιστική, η διαχρονική απουσία στρατηγικής και τα τεράστια διαχειριστικά ελλείμματα που κληρονόμησε από την προηγούμενη κυβέρνηση έχουν φέρει τη χώρα σε δύσκολη θέση.
Η σημερινή κυβέρνηση δεν τόλμησε να προχωρήσει το αρχικό της σχέδιο για μεταφορά προσφύγων στην ηπειρωτική Ελλάδα, φοβούμενη το πολιτικό κόστος. Η απόφαση για επιτάξεις στα νησιά του Βορείου Αιγαίου προκειμένου να δημιουργηθούν νέα κλειστά κέντρα οδήγησε σε μία εμφυλιοπολεμική κατάσταση στα νησιά. Αθετώντας τις προεκλογικές της υποσχέσεις η κυβέρνηση συνεχίζει την προηγούμενη πολιτική της υπερσυμφόρησης των νησιών. Τα κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης προσφύγων παραμένουν υπερπλήρη και οι συνθήκες διαβίωσης χαρακτηρίζονται ως εξευτελιστικές. Η σωματική και ψυχική υγεία των διαβιούντων εκτίθεται σε κίνδυνο, ιδίως των ευάλωτων ομάδων και προσώπων. Τα περιστατικά σεξουαλικής βίας κατά γυναικών και παιδιών είναι καθημερινά. Αλλά και για τους κατοίκους των νησιών οι συνθήκες καθίστανται αφόρητες. 
Είναι προφανές ότι η Κοινή Δήλωση Τουρκίας-ΕΕ για την επαναπροώθηση των μεταναστών, που ούτως ή άλλως είχε αποδώσει ασήμαντα αποτελέσματα, στην πράξη έχει πλέον ακυρωθεί από την Τουρκία. Άρα η παραμονή των εισερχόμενων στα νησιά δεν έχει πλέον καμία δικαιολογητική βάση. Η Ευρώπη θα όφειλε να αναλάβει σημαντικό μέρος του βάρους που επωμίζεται η Ελλάδα από τις προσφυγικές ροές, επιδεικνύοντας στοιχειώδη αλληλεγγύη. Όμως οι πρώτοι που θα όφειλαν να επιδείξουν αλληλεγγύη απέναντι στους κατοίκους των νησιών είναι οι κάτοικοι των ηπειρωτικών περιοχών της χώρας. Πώς μπορούμε να απαιτούμε την αλληλεγγύη των Ευρωπαίων, όταν δεν επιδεικνύεται αλληλεγγύη μέσα στην ίδια τη χώρα;
Κρίσιμο είναι επίσης το ερώτημα πώς θεμελιώνεται νομικά η απόφαση της κυβέρνησης ότι αναστέλλεται για ένα μήνα η υποβολή αιτήσεων παροχής ασύλου και ότι θα γίνεται άμεση επιστροφή, χωρίς καταγραφή, όσων εισέρχονται παράνομα στην ελληνική επικράτεια. Η απόφαση αυτή δεν είναι νόμιμη. Το Σύνταγμα, η Σύμβαση της Γενεύης και ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ κατοχυρώνουν το δικαίωμα στο πολιτικό άσυλο. Αναστολή ισχύος της Σύμβασης της Γενεύης με κυβερνητική απόφαση δεν είναι νοητή. Η απόφαση για επαναπροώθηση χωρίς καταγραφή των παρανόμως εισερχομένων είναι ανεκτή κατά το διεθνές δίκαιο σε περίπτωση μαζικών ροών, όπως έκρινε πρόσφατα το ΕυρΔΔΑ, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχουν άλλες πύλες εισόδου. Αν όμως δεν προβλέπεται διαδικασία απονομής ασύλου, πύλες εισόδου πρακτικά δεν υπάρχουν. Εδώ εντοπίζεται κυβερνητική αστοχία.
Οι συγκεκριμένες αποφάσεις της κυβέρνησης προβάλουν μεν την αποφασιστικότητά της να αντιμετωπίσει την «ασύμμετρη απειλή», όμως συνιστούν ένα δικαιοκρατικό ρήγμα το οποίο, πέραν των άλλων, έχει αρνητικές επιπτώσεις από επικοινωνιακή και διαπραγματευτική σκοπιά. Το στρατηγικό έλλειμμα στο προσφυγικό-μεταναστευτικό επί μια πενταετία έχει οδήγησε σε μια εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση. Απαιτείται ένα συνεκτικό και πολυεπίπεδο σχέδιο αντιμετώπισης του μεταναστευτικού, το οποίο αποτελεί το σοβαρότερο ζήτημα που καλείται να διαχειριστεί η χώρα μας και η παραπαίουσα Ευρώπη τα επόμενα χρόνια.