Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟΥ ΡΙΣΚΟΥ

Εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ”, 02/01/2005

Τρία χρόνια μετά το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, η «ανταγωνιστική» σχέση μεταξύ ασφάλειας και δημοκρατίας συνεχίζει να αναδιαμορφώνεται κατά τρόπο ανισοβαρή υπέρ της πρώτης. Εν ονόματι της ασφάλειας του κράτους οι κατασταλτικοί θεσμοί και μηχανισμοί ενισχύονται, ενώ από την άλλη πλευρά θεμελιώδη δικαιώματα και εγγυήσεις του δημοκρατικού κράτους δικαίου υποχωρούν. Ζητήματα που εμφανίζονταν ως απαράγραπτες κατακτήσεις του δυτικού πολιτικού και νομικού πολιτισμού, όπως η ελευθερία της έκφρασης, η απαγόρευση της άμεσης ή έμμεσης λογοκρισίας, η προστασία της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων, η σαφής απαγόρευση των βασανιστηρίων, η ακώλυτη επικοινωνία των κατηγορουμένων με τους συνηγόρους τους, η διασφάλιση των εγγυήσεων δίκαιης δίκης, καθίστανται πλέον διαπραγματεύσιμες, ρευστές και επίμαχες έννοιες.
Η διάχυση της ανασφάλειας τόσο στις ΗΠΑ όσο και στις ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν είναι βέβαια αδικαιολόγητη. Οι ακραίες, απάνθρωπες ενέργειες της διεθνούς τρομοκρατίας προσφέρουν άλλωστε μια ιδιαιτέρως «εμπορική» εικόνα για τα μέσα ενημέρωσης, εγκαθιστώντας εύλογα τον τρόπο στο συλλογικό υποσυνείδητο. Η διεθνής τρομοκρατία και οι «εικόνες» της που προβάλλονται παραστατικά από τα μέσα ενημέρωσης, απογειώνουν τα φοβικά σύνδρομα των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών, των λεγόμενων κοινωνιών του ρίσκου.
Στις κοινωνίες του ρίσκου ανασφάλειες και αβεβαιότητες ανακύπτουν σε κάθε βήμα: Από τους κινδύνους των «τρελών αγελάδων» και της διατροφικής αλυσίδας μέχρι την καταστροφή του περιβάλλοντος, την ατομική ενέργεια και τους κινδύνους από τη χρήση των νέων τεχνολογιών. Στο πλαίσιο αυτό ακραία φαινόμενα όπως η διεθνής τρομοκρατία πυροδοτούν εξάρσεις των φοβικών συνδρόμων, αφού κατ’ ουσίαν συνδέονται με ανασφάλειες που γεννώνται ενστικτωδώς γύρω από την ίδια τη δυνατότητα προστασίας της ζωής. Αυτός ο φόβος υπερισχύει τελικά κάθε λογικής σκέψης για την ανάγκη προστασίας άλλων ατομικών και κοινωνικών αγαθών και ανοίγει το δρόμο για την παραβίαση θεμελιωδών αξιών του δημοκρατικού κράτους δικαίου.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που το αίτημα για καταπολέμηση της τρομοκρατίας χρησιμοποιήθηκε ως άλλοθι, κατά τρόπο ώστε να δικαιώνει τις πολιτικές υπέρμετρης ποινικοποίησης, ασφυκτικής επιτήρησης των κοινωνικών συμπεριφορών και συρρίκνωσης ή παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ωστόσο σημαντικοί περιορισμοί των ατομικών ελευθεριών είχαν επιβληθεί ήδη από τη δεκαετία του 1990 σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, προτού δηλαδή σημειωθεί η έξαρση της διεθνούς τρομοκρατίας. Οι περιορισμοί αυτοί συνδέονται σε σημαντικό βαθμό και με την κρίση του κοινωνικού κράτους, την αποδόμηση των κοινωνικών δικαιωμάτων και την «υποκατάσταση» των μηχανισμών κοινωνικής προστασίας από μέτρα επιτήρησης και καταστολής.
Παράλληλα με την υιοθέτηση νομοθετικών ρυθμίσεων στο εσωτερικό των ΗΠΑ και αρκετών ευρωπαϊκών κρατών, που ενίοτε τείνουν να χαρακτηριστούν ως όψεις ενός αστυνομικού κράτους, τα φοβικά σύνδρομα που καλλιεργήθηκαν χρησιμοποιούνται ως δικαιολογητικός λόγος για την καταστρατήγηση του διεθνούς δικαίου.
Η νομιμοποίηση της χρήσης βίας από την πλευρά των ΗΠΑ και των συμμάχων τους για την επέμβαση στην εδαφική ακεραιότητα και την πολιτική ανεξαρτησία άλλων κρατών, παραβιάζοντας κατάφωρα το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, θεμελιώνεται ακριβώς στο αίτημα καταπολέμησης της τρομοκρατίας και στη μεθοδευμένη ανασφάλεια που αυτή προκαλεί. Αναμφίβολα η επιλογή των προληπτικών στρατηγικών πληγμάτων, κατά κανόνα για την προάσπιση των αμερικανικών συμφερόντων, δεν αποτελεί μια πρακτική που εγκαινιάστηκε τα τελευταία χρόνια. Όμως οι ενέργειες της διεθνούς τρομοκρατίας χρησιμοποιήθηκαν για να νομιμοποιήσουν στη συλλογική συνείδηση των πολιτών της Δύσης παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου και των εθνικών συνταγμάτων που υπό άλλες συνθήκες δεν θα είχαν γίνει ανεκτές.
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η διεθνής τρομοκρατία αποτελεί υπαρκτό φαινόμενο, του οποίου η αντιμετώπιση απαιτεί και τη λήψη αστυνομικών μέτρων. Τα μέτρα αυτά όμως δεν μπορούν να αγνοούν τα θεμελιώδη δικαιώματα και να τίθενται υπεράνω των εγγυήσεων του δημοκρατικού κράτους δικαίου. Η διεθνής τρομοκρατία αποτέλεσε την αφορμή, μέσα από μια συστηματική προπαγάνδα, για να προκληθούν ή να δικαιολογηθούν ποικίλες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του διεθνούς δικαίου, με πολλαπλάσια θύματα αλλά και με αμφίβολα αποτελέσματα.
Η διεθνής τρομοκρατία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με προληπτικούς πολέμους, πρόσθετα αστυνομικά μέτρα και περιορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Το 2004 αποδείχθηκε περίτρανα ότι ο πόλεμος στο Ιράκ προκαλεί εκατόμβες νεκρών, στην πλειονότητά τους αμάχων, χωρίς η αιματοχυσία να οδηγεί σε οποιαδήποτε προοπτική ειρήνευσης στην περιοχή. Αντίθετα ενισχύονται τα ρεύματα αντίδρασης προς τα δυτικά πρότυπα, ο αντιαμερικανισμός και οι σιωπηλοί υποστηρικτές του φανατισμού.
Δεν είναι εύκολο ούτε σε θεσμούς με συμβολική ιδίως (και πλέον καταρρακωμένη) ισχύ, όπως ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, ούτε στις φωνές των κινημάτων της κοινωνίας των πολιτών και διανοουμένων να αναστρέψουν στη συλλογική συνείδηση την τάση παραμόρφωσης του ισοζυγίου μεταξύ ασφάλειας και δημοκρατίας. Ευάριθμα είναι και τα μέσα ενημέρωσης που δεν υποκύπτουν στην εμπορική τρομολαγνεία και επιχειρούν να ισορροπήσουν το αίτημα για ασφάλεια με το αίτημα για ελευθερία.
Ίσως το μεγαλύτερο διακύβευμα τα επόμενα χρόνια να αποτελεί κατά πόσο το αξιακό σύστημα που βασίζεται στις ατομικές ελευθερίες, τις ανθρωπιστικές αξίες και την κοινωνική αλληλεγγύη θα επιβιώσει ή θα αποτελέσει «παράπλευρη απώλεια» του λεγόμενου πολέμου κατά της τρομοκρατίας.