ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΝΕΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ”, 10/01/2006

 

Η κρίση του κοινωνικού κράτους λαμβάνει σήμερα νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά, καθώς αμφισβητούνται οι αρχές στις οποίες θεμελιώνεται η κοινωνική αλληλεγγύη και εμφανίζονται νέες ανασφάλειες, νέοι κοινωνικοί κίνδυνοι, νέες μορφές κοινωνικού αποκλεισμού, που περιγράφονται ως «νέο κοινωνικό ζήτημα». Την καρδιά του νέου κοινωνικού ζητήματος αποτελεί η κοινωνική ενσωμάτωση των μεταναστών. Αν η εργατική τάξη αποτέλεσε το κοινωνικό υποκείμενο που τέθηκε απέναντι στις δυσλειτουργίες της αγοραίας οικονομίας τον 19ο αιώνα, το μεταναστατευτικό προλεταριάτο αποτελεί το κοινωνικό υποκείμενο που βρίσκεται στον πυρήνα του νέου κοινωνικού ζητήματος.
Η κατοχύρωση κοινωνικών δικαιωμάτων για τους μετανάστες συναρτάται με μια σειρά ερωτημάτων αξιακού τύπου: Πώς είναι νοητό οι αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης και ο κοινωνικοκρατικός χαρακτήρας των σύγχρονων δυτικών δημοκρατιών να υποχωρούν όταν πρόκειται για αλλοδαπούς; Εν προκειμένω ανακύπτει μια αντίφαση μεταξύ αφ’ ενός του «προγράμματος της νεωτερικότητας» και αφ’ ετέρου του σύγχρονου θεσμικού ρατσισμού.
Η διάκριση ανάμεσα σε πολίτες και αλλοδαπούς, που συρρικνώνει τα κοινωνικά δικαιώματα των τελευταίων, διπλασιάζεται μέσα από μια δεύτερη διχοτόμηση, αυτή ανάμεσα στους νόμιμους και τους παράνομους μετανάστες, εκ των οποίων οι δεύτεροι τυγχάνουν μιας θεσμικής μεταχείρισης που κατ’ ουσίαν αποδομεί αύτανδρο το πρόταγμα της νεωτερικότητας. Κι όμως, οι παράνομοι μετανάστες είναι ακριβώς εκείνοι που στο πλαίσιο της παραοικονομίας αποτελούν κινητήριο μοχλό ανάπτυξης και προσφέρονται για υπερεκμετάλλευση, αντιμετωπιζόμενοι ως δεύτερης κατηγορίας υποκείμενα δικαίου.
Ο νέος νόμος 3386/2005 περιλαμβάνει βελτιώσεις σε σχέση με το νόμο 2910/2001, όπως ιδίως τη σύμπτυξη των δύο αδειών «διαμονής και εργασίας», τη διευκόλυνση της οικογενειακής επανένωσης και τον περιορισμό των γραφειοκρατικών διαδικασιών. Ωστόσο διαπιστώνεται ότι σε πολλά ζητήματα οι βελτιωτικές παρεμβάσεις του νέου νόμου επιχειρούνται κατά τρόπο ελλιπή ή ατελέσφορο.
Ένα πρώτο ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι κατά πόσον κρίνεται εφαρμόσιμο το νέο μοντέλο για την είσοδο μεταναστών, που αποσκοπεί στη σύνδεση των μεταναστευτικών ροών με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Μήπως το εκ πρώτης όψεως ορθολογικό αυτό μοντέλο στην πράξη έχει αρνητικές συνέπειες για την απασχόληση των αλλοδαπών; Μήπως ο περιορισμός της κινητικότητας και ευελιξίας των αλλοδαπών εργαζομένων, που ασχολούνται κατ’ εξοχήν σε εποχικές εργασίες χαμηλής ειδίκευσης, λειτουργεί εν τέλει εις βάρος της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς εργασίας; Μήπως οι υπέρμετροι αυτοί περιορισμοί οδηγούν αντίστροφα σε διόγκωση της αδήλωτης εργασίας; Μήπως, τέλος, το μοντέλο που εισήγαγε ο νέος νόμος, προβλέποντας τον ορισμό του αριθμού αδειών όχι μόνο ανά νομό, ειδικότητα κ.λπ., αλλά και ανά ιθαγένεια, μπορεί να καλλιεργήσει ρατσιστικά φαινόμενα έναντι υπηκόων από συγκεκριμένες χώρες, να οδηγήσει σταδιακά στον κοινωνικό αποκλεισμό τους και να προκαλέσει ακόμη εντονότερες διχοτομήσεις μέσα στο σώμα των αλλοδαπών εργαζομένων;
Πέραν τούτου, η διαδικασία κοινωνικής ένταξης των μεταναστών αποπνέει στο νέο νόμο μια τάση σύνδεσης των επιμέρους δράσεων με συγκεκριμένες επιδιωκτέες συμπεριφορές από την πλευρά τους, με την «απόδειξη» της βούλησής τους να επιδείξουν ένα συγκεκριμένο κοινωνικό, για να αποφευχθεί ο όρος «εθνικό», ήθος. Υπό μια εκδοχή, πρόκειται μάλλον για ένα μοντέλο κοινωνικής ένταξης που κλίνει προς μια διαδικασία κοινωνικής πειθάρχησης.