ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ

Εφημερίδα “ΗΜΕΡΗΣΙΑ”, 12/05/2006

1. Οι προτάσεις της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τη συνταγματική αναθεώρηση δεν εμφανίζονται να έχουν υπερβεί ακόμη τη φάση της επικοινωνιακής κομματικής πολιτικής. Ωστόσο κάποια πρώτα σχόλια μπορούν πλέον να διατυπωθούν ως προς το περιεχόμενό τους. Κατ’ αρχάς διαπιστώνεται ότι στα περισσότερα ζητήματα σημειώνεται διάσταση απόψεων μεταξύ των δύο κομμάτων εξουσίας, ενώ μόνο σε περιορισμένο αριθμό θεμάτων οι θέσεις τους συγκλίνουν, προσφέροντας μία πρώτη, στέρεη αφετηρία για την επίτευξη των αναγκαίων κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών.
2. Ειδικότερα, σύγκλιση σημειώνεται στο κρίσιμο ζήτημα των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Ωστόσο τόσο από πολιτική όσο και από συνταγματική σκοπιά, το κρίσιμο κριτήριο για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι εν τέλει αν και με ποια μορφή μπορεί να διασφαλιστεί ότι θα λειτουργήσουν κατά τρόπο συμβατό με την επιστημονική ελευθερία, άρα κατοχυρώνοντας την αυτοδιοίκησή τους και, περαιτέρω, υποτάσσοντας τη λογική του επιχειρηματικού κέρδους στο δημόσιο συμφέρον και στα αδιαπραγμάτευτα συνταγματικά χαρακτηριστικά της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Ακόμη και ύστερα από αναθεώρηση του Συντάγματος θεωρώ ότι δεν θα μπορούσε να αναιρεθεί η δέσμευση να διασφαλιστούν αυτές οι καταστατικές όψεις της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, κάτι το οποίο αποτελεί εξαιρετικά σύνθετο αν όχι άλυτο πρόβλημα, τουλάχιστον ως προς ιδιωτικά πανεπιστήμια με κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Πανεπιστήμιο με επιχειρηματική λογική, με δέσμια την επιστημονική έρευνα και διδασκαλία και χωρίς εγγυήσεις αυτοδιοίκησης απλά δεν είναι πανεπιστήμιο. Υπό αυτό το πρίσμα, το διακύβευμα δεν θα πρέπει να εντοπίζεται στο ζεύγμα δημόσιο ή ιδιωτικό, αλλά στο ζεύγμα επιστημονική ελευθερία και αυτοδιοίκηση ή κυριαρχία της επιχειρηματικής λογικής στο πανεπιστήμιο.
3. Από την άλλη πλευρά διαφωνία καταγράφεται ως προς τα ζητήματα της προστασίας του περιβάλλοντος και της ίδρυσης Συνταγματικού Δικαστηρίου. Ως προς την περιβαλλοντική προστασία η πρόταση της κυβέρνησης δεν πείθει. Το κρισιμότερο κριτήριο για την υποστήριξη της άποψης ότι δεν απαιτείται μία νέα αναθεώρηση του άρθρου 24 αποτελεί η πληρότητα της αναθεωρημένης διάταξης, που πλέον έχει ενσωματώσει πολύπλευρα την «φιλοπεριβαλλοντική» νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εύλογο είναι συνεπώς να θεωρείται σήμερα «ύποπτο» κάθε εγχείρημα αναθεώρησης της επίμαχης διάταξης και ορθώς στο σημείο αυτό αντιτάσσεται η αξιωματική αντιπολίτευση.
4. Στο ζήτημα του Συνταγματικού Δικαστηρίου η επιχειρηματολογία υπέρ και κατά της μεταρρύθμισης του υφιστάμενου συστήματος δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων είναι πλούσια και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η λειτουργία Συνταγματικού Δικαστηρίου θα καθιστούσε συστηματικότερο και πληρέστερο τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, ενισχύοντας την ασφάλεια δικαιωμάτων και συντελώντας στην ταχύτερη και ευρύτερη προσαρμογή της ελληνικής έννομης τάξης στα ευρωπαϊκά πρότυπα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ωστόσο μπορεί να διατυπωθεί το αντεπιχείρημα ότι πράγματι στη χώρα μας ο διάχυτος έλεγχος έχει λειτουργήσει εν πολλοίς με συνέπεια και αποτελεσματικότητα, ιδίως σε επίπεδο ανώτατων δικαστηρίων. Σε κάθε περίπτωση προϋπόθεση για την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου αποτελεί η διασφάλιση σαφών οργανωτικών εγγυήσεων ότι δεν θα μετατραπεί σε όργανο της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, ακυρώνοντας στην πράξη τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων ως κορυφαία δικαιοκρατική εγγύηση. Όλα αυτά όμως δεν φαίνεται να διασφαλίζονται στην πρόταση της κυβέρνησης.
5. Ως ανεπεξέργαστη και μάλλον ατυχής μπορεί να χαρακτηριστεί η πρόταση του ΠΑΣΟΚ για άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η ενίσχυση των αντιβάρων έναντι του πρωθυπουργοκεντρικού συστήματος είναι αναγκαία και επιθυμητή. Κεντρικό διακύβευμα στη σύγχρονη ελληνική πολιτεία αποτελεί η επιδίωξη να διασφαλιστούν αμοιβαίες ανασχέσεις μεταξύ των κρατικών εξουσιών καθώς και νέες ισορροπίες μεταξύ κυβερνώσας πλειοψηφίας και αντιπολίτευσης. Ένα τέτοιο θεσμικό αντίβαρο θα μπορούσε να αποτελέσει και η ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας. Όμως κάτι τέτοιο δεν προϋποθέτει την άμεση εκλογή του, αλλά τον εμπλουτισμό ορισμένων αρμοδιοτήτων του και την περαιτέρω διασφάλιση της υπερκομματικής του λειτουργίας. Αυτή η υπερκομματική θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας, από την οποία αντλεί σημαντικό μέρος του θεσμικού του κύρους, προφανώς αναιρείται μέσω της άμεσης εκλογής, που μπορεί να προκαλέσει επικίνδυνες πολιτικές και πολιτειακές εντάσεις.
6. Τέλος, ένα σύντομο σχόλιο για την πρόταση συνταγματικής κατοχύρωσης ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Στο Σύνταγμα η αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης και η ενίσχυση των ασθενέστερων οικονομικών τάξεων και των ευπαθών κοινωνικών ομάδων είναι ήδη ρητά κατοχυρωμένες. Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα είναι απλώς μία από τις πολλές επιλογές που διαθέτει η πολιτεία για την ενίσχυση των ομάδων αυτών και πάντως δεν θεωρείται πλέον ούτε η πιο «μοντέρνα» ούτε η πιο αποτελεσματική εξ αυτών. Οι σύγχρονες τεχνικές προς τις οποίες προσανατολίζεται το κοινωνικό κράτος έχουν ως επίκεντρο τις ενεργητικές πολιτικές καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού. Σε κάθε περίπτωση πάντως η συνταγματική μας τάξη καλύπτει και τις παραδοσιακές και τις σύγχρονες μορφές κοινωνικής προστασίας. Τι εξυπηρετεί λοιπόν μια περαιτέρω συνταγματική αναφορά στο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα πέρα από μία επικοινωνιακή πολιτική; Άλλωστε όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα έχουν εντάξει στο πολιτικό τους πρόγραμμα το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Όμως ούτε το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση ούτε και η Νέα Δημοκρατία μέχρι σήμερα υλοποίησαν τη σχετική τους εξαγγελία. Για την κατοχύρωση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος αρκεί μία απλή νομοθετική ρύθμιση. Γιατί, εφόσον όλοι το επιθυμούν, δεν το κατοχυρώνουν, αλλά το θέτουν στις καλένδες της επόμενης συνταγματικής αναθεώρησης, διακυβεύοντας εν τέλει την αξιοπιστία του ίδιου του Συντάγματος;
7. Η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος έχει ακόμη μακρύ δρόμο. Τη σημαντικότερη παράμετρο για μια επιτυχημένη συνταγματική αναθεώρηση αποτελεί να εγκαταλείψουν τα πολιτικά κόμματα τις επικοινωνιακές πολιτικές και να επεξεργαστούν με την απαιτούμενη σοβαρότητα τις αναγκαίες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Παράλληλα οφείλουν να αφουγκραστούν και να αξιοποιήσουν ουσιαστικά τις θέσεις και τις προτάσεις της κοινωνίας πολιτών.