Συνέντευξη στον Β. Σκουρή για την υπόθεση των παρακολουθήσεων

iEidiseis, 25.8.2022

O πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης οφείλει να αναλάβει την πολιτική ευθύνη είτε παραιτούμενος είτε επιλέγοντας την προκήρυξη πρόωρων εκλογών το συντομότερο, τονίζει με συνέντευξή του στο iEidiseis ο Ξενοφών Κοντιάδης, καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πάντειο και Πρόεδρος του Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

«Οι παρακολουθήσεις κατά τη γνώμη μου ήταν παράνομες, η δε διαδικασία που ακολουθήθηκε στην ΕΥΠ καταστρατήγησε εξόφθαλμα το Σύνταγμα», υπογραμμίζει ο καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πάντειο και Πρόεδρος του Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου.

Σε δήλωσή σας υποδείξατε ως συνταγματικά επιβεβλημένη την παραίτηση του πρωθυπουργού για την υπόθεση των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων. Για ποιο λόγο;

Δεν είμαι ούτε ο πρώτος ούτε ο μόνος συνταγματολόγος που υποστηρίζει ότι για την υπόθεση των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων την πολιτική ευθύνη οφείλει να αναλάβει ο πρωθυπουργός. Και αυτό επειδή η ΕΥΠ, με μία από τις πρώτες αποφάσεις της κυβέρνησης το 2019, υπάγεται απευθείας στον πρωθυπουργό, όχι μόνο ως πολιτικό αλλά και ως διοικητικό προϊστάμενο. Σε άλλες περιπτώσεις σκανδάλων ή καταστροφών κατά το παρελθόν, την ευθύνη ανέλαβε παραιτούμενος ο αρμόδιος υπουργός ή υφυπουργός. Στην περίπτωση της ΕΥΠ όμως, η πολιτική ευθύνη δεν μπορεί να αποδοθεί ούτε σε έναν μετακλητό υπάλληλο όπως ο γενικός γραμματέας του πρωθυπουργού, ούτε στον διορισμένο διοικητή της ΕΥΠ. Άρα την πολιτική ευθύνη φέρει ο ίδιος ο πρωθυπουργός.

Η ευθύνη του πρωθυπουργού –αντικειμενική ή και υποκειμενική– πώς αναλαμβάνεται;

Η πολιτική ευθύνη είναι αντικειμενική, δεν χρειάζεται να έχει άμεση και προσωπική εμπλοκή ένας/μία υπουργός ή πρωθυπουργός σε ένα ζήτημα για να του/της καταλογιστεί. Αρκεί να εμπίπτει το κρίσιμο ζήτημα στο πεδίο των αρμοδιοτήτων του/της. Η πολιτική ευθύνη βαραίνει τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς για πράξεις δικές τους και για πράξεις ή παραλείψεις των υπαλλήλων του Υπουργείου τους ή των εποπτευόμενων υπηρεσιών και νομικών προσώπων. Αν, επιπλέον, ο πρωθυπουργός ή ο/η υπουργός αποδειχθεί ή παραδεχθεί ότι γνώριζε και είχε προσωπικά ασχοληθεί με ένα ζήτημα από το οποίο προέκυψαν θεσμικά ή διοικητικά προβλήματα, ανεξαρτήτως αν εξαπατήθηκε, παραπλανήθηκε ή δεν κατάλαβε, τότε στην αντικειμενική ευθύνη προστίθεται η υποκειμενική διάσταση.

Αρκεί, πάντως, η αντικειμενική διάσταση, όπως συνοπτικά περιγράφηκε εδώ, για να ξεκινήσει μια «αλυσίδα» πολιτικών ευθυνών, που ο εκάστοτε πρωθυπουργός είναι αρμόδιος να αποφασίσει σε ποιο «κρίκο» της θα παρέμβει για να μην χρεωθεί τελικά ο ίδιος αυτή την ευθύνη. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση ενδιάμεσος κρίκος μεταξύ του πρωθυπουργού και της ΕΥΠ δεν υπάρχει. Η συζήτηση περί πολιτικής ευθύνης δεν αφορά τόσο την «ευαισθησία» των εμπλεκόμενων πολιτικών προσώπων, το πολιτικό κόστος ή το γάντζωμα σε μια καρέκλα, όσο τους θεσμούς. Όσο ισχυρότεροι είναι οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί και η κοινωνία πολιτών, τόσο πιο αυτονόητη η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης. Το ερώτημα είναι, κάθε φορά, αν τα συγκεκριμένα γεγονότα θέτουν ή όχι ζήτημα αντικειμενικής πολιτικής ευθύνης. Αυτό μπορούμε να το αξιολογήσουμε όλοι μας και οι απόψεις που εκφράζονται στη δημόσια σφαίρα έχουν τη σημασία τους.

Ποιες θα ήταν οι συνέπειες της ενδεχόμενης παραίτησης του πρωθυπουργού;

Η παραίτηση του πρωθυπουργού δεν συνεπάγεται την προκήρυξη εκλογών. Σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ. 2 του Συντάγματος, αν ο πρωθυπουργός παραιτηθεί, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει πρωθυπουργό αυτόν που προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος στο οποίο ανήκει ο απερχόμενος πρωθυπουργός, εφόσον αυτό διαθέτει στη Βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών, όπως συμβαίνει σήμερα. Άρα, μέσα σε τρεις μέρες από την παραίτηση του πρωθυπουργού θα έπρεπε να συγκληθεί η κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας και να προτείνει τον νέο πρωθυπουργό. Εναλλακτικά, αν ο πρωθυπουργός δεν επιλέξει την οδό της παραίτησης για να αναλάβει την πολιτική ευθύνη, ή δεν υποχρεωθεί να το πράξει από την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός του ή μετά από πρόταση μομφής, τότε κατά τη γνώμη μου η πολιτική ευθύνη θα μπορούσε να αποδοθεί ως διάχυτη και να αποτυπωθεί μέσω του εκλογικού αποτελέσματος. Άρα, σύμφωνα με το Σύνταγμά μας και την πρακτική στις ώριμες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, ο πρωθυπουργός οφείλει να αναλάβει την πολιτική ευθύνη είτε παραιτούμενος είτε επιλέγοντας την προκήρυξη πρόωρων εκλογών το συντομότερο.

Μπορεί ο πρωθυπουργός να είναι ο εξυγιαντής στην υπόθεση των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων;

Ο όρος εξυγιαντής, που χρησιμοποιήσατε κύριε Σκουρή, είναι αμφίσημος. Θεσμικά ο πρωθυπουργός έχει στα χέρια του την εξουσία και την αρμοδιότητα για να αναλάβει, ως οφείλει, να ξεκαθαρίσει το κουβάρι των παρακολουθήσεων, ιδίως όμως της νομιμοφανούς αλλά έκνομης και προδήλως καταχρηστικής λειτουργίας της ΕΥΠ. Ωστόσο, η άμεση εμπλοκή του στην υπόθεση, όχι μόνο ως διοικητικού και πολιτικού προϊσταμένου της ΕΥΠ αλλά ποικιλοτρόπως, περιορίζει την αξιοπιστία των σχετικών πρωτοβουλιών του. Δεν είναι αδιάφορο ότι ο ίδιος επέλεξε τον διοικητή της ΕΥΠ, και μάλιστα τροποποιώντας το τότε ισχύον θεσμικό πλαίσιο προκειμένου να καταστεί νομότυπη αυτή η επιλογή.

Επίσης, δεν είναι θεσμικά αδιάφορο ότι με τη γνωστή τροπολογία του 2021 αφαιρέθηκε από την Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών, ως καθ’ ύλην αρμόδια ανεξάρτητη αρχή, η δυνατότητα να ενημερώνει τους παρακολουθούμενους μετά το πέρας των παρακολουθήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 19 του Συντάγματος, το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και τη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Τέλος, δεν είναι αδιάφορο, σε σχέση με το ερώτημά σας, ότι με την πράξη νομοθετικού περιεχομένου που εκδόθηκε προκειμένου να βελτιωθεί η σχετική λειτουργία της ΕΥΠ, οι νέες ρυθμίσεις ελάχιστες εγγυήσεις εισφέρουν. Θα τις χαρακτήριζα ως επιφανειακές και προσχηματικές.

Ποινικές ευθύνες υπάρχουν; Ή επειδή οι παρακολουθήσεις που έχουν δει ως τώρα το φως της δημοσιότητας είναι νόμιμες, δεν τίθεται τέτοιο θέμα;

Καταρχάς επιτρέψτε μου να διαφωνήσω με μια παραδοχή που κάνετε στην ερώτησή σας, ότι δηλαδή οι παρακολουθήσεις ήταν νόμιμες. Οι παρακολουθήσεις κατά τη γνώμη μου ήταν παράνομες, η δε διαδικασία που ακολουθήθηκε στην ΕΥΠ καταστρατήγησε εξόφθαλμα το Σύνταγμα. Απουσίαζε η προβλεπόμενη ειδική τεκμηρίωση, απουσίαζε ο έλεγχος αναγκαιότητας και αναλογικότητας, είναι μάλιστα αμφίβολο αν γνώριζε ο ίδιος ο αρμόδιος εισαγγελέας της ΕΥΠ τι υπέγραφε όταν καθημερινά κατά μέσο όρο λάμβανε 60-70 έγγραφα για «νόμιμες επισυνδέσεις», η δε ΑΔΑΕ έχει πλήρως παραγκωνιστεί και αποδυναμωθεί ως προς τον ελεγκτικό της ρόλο.

Ποιος ήλεγχε την επάρκεια των λόγων που επικαλούνταν η ΕΥΠ για τις παρακολουθήσεις, αφού ούτε ο εισαγγελέας ούτε η ΑΔΑΕ είχαν εν τοις πράγμασι ρόλο; Σε συνέχεια της μηνυτήριας αναφοράς που έχει κατατεθεί από τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ, αλλά και ανεξαρτήτως αυτής, η ποινική δικαιοσύνη οφείλει να προχωρήσει με ταχύτερους ρυθμούς στη διερεύνηση της υπόθεσης για την απόδοση τυχόν ποινικών ευθυνών, ενδεχομένως δε να ανακύψουν και ζητήματα αστικής ευθύνης του κράτους ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων.

Οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες που έχουν αποφασιστεί εκτιμάτε ότι είναι ορθές;

Φαίνεται ότι οδεύουμε προς τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής για την παρακολούθηση των επικοινωνιών πολιτικών και δημοσιογράφων, με αφορμή την περίπτωση Ανδρουλάκη. Σύμφωνα με το άρθρο 68 παρ. 2 του Συντάγματος, τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής μπορεί να προκαλέσει και η αντιπολίτευση, αρκεί να συγκεντρωθούν 120 ψήφοι. Με βάση τα δεδομένα που έχουμε σήμερα, πιθανολογείται ότι τρία κόμματα που συγκεντρώνουν 120 ψήφους θα συμπράξουν για τη σύσταση αυτής της εξεταστικής. Αντίθετα, η πρόταση της πλειοψηφίας ώστε το έργο της εξεταστικής να ανατρέξει σε όλη την περίοδο μετά το 2010 θεωρώ ότι είναι παρελκυστική και θα οδηγήσει σε μία ατέρμονη διαδικασία που θα απομακρύνει την προσοχή από τις πρόσφατες παρακολουθήσεις και τα προβλήματα λειτουργίας της ΕΥΠ.

Ποιες είναι οι αναγκαίες αλλαγές που θα έπρεπε να γίνουν ως προς την άρση του απορρήτου;

Έχουμε διαπιστώσει τις τελευταίες εβδομάδες σοβαρές δυσλειτουργίες σε τέσσερα επίπεδα: Πρώτον, στην εσωτερική λειτουργία της ΕΥΠ. Δεύτερον, στον ρόλο του εισαγγελέα της ΕΥΠ και τον τρόπο έκδοσης των εισαγγελικών διατάξεων. Τρίτον, στην αποδυναμωμένη θέση της ΑΔΑΕ και τέταρτον, στη σχέση της ΕΥΠ με τον προϊστάμενό της πρωθυπουργό. Κατά τη γνώμη μου σε όλα αυτά τα επίπεδα απαιτούνται τολμηρές παρεμβάσεις, με βάση το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και τις αρχές της αξιοκρατίας και της χρηστής διοίκησης.

Οι παρεμβάσεις αυτές αφορούν την τεκμηρίωση των εισαγγελικών διατάξεων και τον έλεγχό τους από την ΑΔΑΕ, την οριοθέτηση του χρόνου και του αριθμού των νόμιμων επισυνδέσεων, την επιλογή του διοικητή της ΕΥΠ, την κατάργηση του ειδικού εισαγγελέα της ΕΥΠ και τη θεσμοθέτηση νέων διαδικασιών για την έκδοση των εισαγγελικών διατάξεων και τη δικαστική έγκριση των παρακολουθήσεων, τη ρητή πρόβλεψη της δυνατότητας της ΑΔΑΕ να λειτουργεί ως θεσμικός εγγυητής και αντίβαρο στα πεδία των αρμοδιοτήτων της, την οργανωτική ανασυγκρότηση της ΕΥΠ και την αποσαφήνιση της διαδικασίας ελέγχου της από τον πρωθυπουργό, και τέλος την επαναφορά της γνωστοποίησης της άρσης του απορρήτου στα πρόσωπα που την υπέστησαν.

Είναι συμβατές οι προτάσεις σας με τον ειδικό ρόλο μιας κρατικής υπηρεσίας με τις αρμοδιότητες της ΕΥΠ;

Δεν είναι απλώς συμβατές, αλλά και επιβεβλημένες προκειμένου να αποφεύγεται η κατάχρηση εξουσίας, η παραβίαση των δικαιωμάτων, η παρέκκλιση των μυστικών υπηρεσιών από τον πραγματικό τους σκοπό και ο κίνδυνος κατάχρησης αυτής της ειδικής εξουσίας. Θα έλεγα όμως ότι η συζήτηση πρέπει να επεκταθεί ευρύτερα στα ζητήματα οργάνωσης των κρατικών μαχανισμών, που τα τελευταία τρία χρόνια, υπό τον μανδύα του λεγόμενου «επιτελικού κράτους», κατέληξαν σε υπερσυγκέντρωση εξουσιών, σε υποκατάσταση ακόμα και του ρόλου των υπουργών από το κέντρο διακυβέρνησης που δημιουργήθηκε υπό τον πρωθυπουργό, ένα μοντέλο το οποίο υποθάλπει την αδιαφάνεια και τη συγκρότηση θυλάκων βαθέως κράτους ή παρακράτους, που δεν αποκλείεται να εκφεύγουν ακόμα και του ελέγχου του πρωθυπουργού. Προσωπικά αποδέχομαι τον ισχυρισμό του πρωθυπουργού ότι δεν γνώριζε την παρακολούθηση Ανδρουλάκη. Θεσμικά όμως, οι ευθύνες του είναι αδιαμφισβήτητες.