«Παγώνοντας» την ελευθερία της έκφρασης

Βήμα της Κυριακής, 11.9.2022, σε συνεργασία με την Αλκμήνη Φωτιάδου

Η δημοσιογραφική κάλυψη του σκανδάλου υποκλοπών από τα ελληνικά και τα διεθνή ΜΜΕ έθεσε σοβαρά ερωτήματα για την πρόσληψη του ρόλου των δημοσιογράφων στην ελληνική πραγματικότητα. Πώς εξηγείται ότι ένας κρατικός αξιωματούχος παραιτείται, η παραίτησή του γίνεται δεκτή από τον Πρωθυπουργό, το ζήτημα οδηγεί σε πρωθυπουργικό διάγγελμα και όμως ο παραιτηθείς στρέφεται κατά της ερευνητικής δημοσιογραφίας; Η απάντηση είναι απλή: επειδή μπορεί.

Το θολό τοπίο της δικαστικής προστασίας της ελευθερίας της έκφρασης στην Ελλάδα, που έχει επανειλημμένα οδηγήσει σε καταδίκη της χώρας από το ΕυρΔΔΑ για παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, δεν αποτρέπει όσους ασκούν δημόσια εξουσία από την άσκηση αγωγών και μηνύσεων με σκοπό να οδηγήσουν τον Τύπο στην αυτολογοκρισία. Η κατάθεση αγωγών αποζημίωσης από τον πρώην γενικό γραμματέα του Πρωθυπουργού  εναντίον του ΜΜΕ και των δημοσιογράφων που τον ενέπλεξαν στην υπόθεση παρακολουθήσεων από την ΕΥΠ, αλλά πρόσφατα και πρώην Πρωθυπουργού κατά δημοσιογράφων αποτυπώνει τη δυσλειτουργική προστασία της ελευθερίας της έκφρασης στην Ελλάδα.

Οι αγωγές αυτές θεωρήθηκαν SLAPP, δηλαδή αγωγές ή μηνύσεις που κατατίθενται από ισχυρά πρόσωπα ή οργανισμούς εναντίον ιδιωτών και δημοσιογράφων σχετικά με ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος. Οι «στρατηγικές» αυτές αγωγές χαρακτηρίζονται από τον σκοπό τους που δεν είναι να κερδηθεί η δικαστική υπόθεση,  αλλά ο εκφοβισμός και η φίμωση. Οι επαπειλούμενες αποζημιώσεις αποσκοπούν στην προληπτική λογοκρισία. Σύμφωνα με το ακρωνύμιο, οι αγωγές στρέφονται ενάντια στη συμμετοχή στα κοινά. Για τον λόγο αυτό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αναλάβει πρωτοβουλία για την αντιμετώπιση του φαινομένου σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Είναι η αγωγή του πρώην γενικού γραμματέα του Πρωθυπουργού SLAPP; Τα βασικά κριτήρια για τον χαρακτηρισμό της ως καταχρηστικής φαίνεται να πληρούνται: αγωγή αποζημίωσης (που ζητά μάλιστα υψηλό ποσό), ενάγων ισχυρό δημόσιο πρόσωπο, εναγόμενοι δημοσιογράφοι, θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος που αφορά τη λειτουργία των θεσμών. 

Ποιος είναι όμως ο σκοπός της αγωγής αυτής; Στρέφεται κατά της ελευθερίας της έκφρασης, όμως κατά ένα παράδοξο τρόπο η αγωγή αυτή δεν είναι βέβαιο ότι γίνεται χωρίς σκοπό να κερδηθεί, ούτε ότι ο ενάγων τη θεωρεί αβάσιμη. Η έλλειψη δικαστικής κουλτούρας ελευθερίας της έκφρασης στην Ελλάδα συνεπάγεται ότι είναι αβέβαιο αν το δικαστήριο θα εφαρμόσει τα σταθερά κριτήρια της νομολογίας του ΕυρΔΔΑ. Μπορεί να εφαρμοστούν σωστά τα κριτήρια του δημοσίου προσώπου, του θέματος της επικαιρότητας κλπ. – μπορεί όμως και όχι. Ενδέχεται επίσης το δικαστήριο να ερμηνεύσει τον ειδικό σκοπό εξύβρισης απαιτώντας να απουσιάζει η πρόθεση  προσβολής της υπόληψη του ενάγοντος. Όμως θα πώς θα μπορούσε να γράψει ένας δημοσιογράφος ότι ο γραμματέας του Πρωθυπουργού εμπλέκεται σε υπόθεση παράνομων παρακολουθήσεων χωρίς να θίξει την υπόληψή του; 

Το νομολογιακό προηγούμενο της υπόθεσης Κοτζιά – Athens Review of Books δίνει την απάντηση στο ερώτημα γιατί διαχρονικά όσοι ασκούν δημόσια εξουσία δεν έχουν συμβιβαστεί με την ιδέα ότι ο πρωταρχικός τόπος για να απαντούν στην δημοσιογραφική έρευνα και κριτική είναι η δημόσια σφαίρα και όχι τα δικαστήρια. Ο κανόνας για τα πολιτικά πρόσωπα πρόσωπα και όσους ασκούν δημόσια εξουσία είναι ότι ο κύριος τόπος αντίκρουσης προσβολών της προσωπικότητας τους είναι ο δημόσιος διάλογος. Οι εξαιρέσεις στον κανόνα είναι σημαντικές, ακριβώς επειδή αποτελούν εξαιρέσεις. Η λογική της μειωμένης προστασίας του δημοσίου προσώπου δικαιολογείται όχι μόνο από την οικειοθελή του είσοδο σε μια αρένα αυξημένης κριτικής και μειωμένης ιδιωτικότητας, αλλά και από τη μεγαλύτερη πρόσβαση που έχει στα ΜΜΕ προκειμένου να υπερασπιστεί τον εαυτό του.

Σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος ακόμα και κάποια ψεύδη ή ανακρίβειες είναι ανεκτά, καθώς μέσα από την αντιπαράθεση ψεύδους-αλήθειας ωφελείται ο δημόσιος διάλογος. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι όλα τα ψεύδη ανεκτά. Όμως η στάθμιση για τα δημόσια πρόσωπα και όσους κατέχουν δημόσια αξιώματα γίνεται με πρόσθετα κριτήρια. Έτσι, για παράδειγμα,  ένας πολιτικός  που χαρακτηρίζεται από πρωτοσέλιδο ως παιδεραστής ορθά θα επιδιώξει τη δικαστική οδό της μήνυσης ή της αγωγής για συκοφαντική δυσφήμηση.  

Το ΕυρΔΑΑ έχει επισημάνει  ότι η παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ σε αρκετές υποθέσεις εναντίον της Ελλάδας οφείλεται στην άρνηση των εθνικών δικαστηρίων να εφαρμόσουν τα κριτήρια που δέχεται η νομολογία του σχετικά με την ελευθερία έκφρασης, όταν αυτή σταθμίζεται με την προστασίας της προσωπικότητας. Ίσως αυτή η άρνηση ενθαρρύνει τα δημόσια πρόσωπα να προσφεύγουν διαρκώς στη δικαιοσύνη. Οι αποζημιώσεις που συχνά ζητούν είναι υψηλές. Αποτιμούν την τιμή τους με τον τρόπο αυτό ή στοχεύουν ευθέως και ενσυνείδητα στο «πάγωμα της ελεύθερης έκφρασης» καισ την έμμεση λογοκρισία; Οι αγωγές αυτές είναι SLAPP, ή μάλλον μια επιβαρυντική εκδοχή των SLAPP, καθώς έχουν σκοπό την αυτολογοκρισία, αλλά δεν τους λείπει και ο σκοπός ούτε η πιθανότητα να ευδοκιμήσουν.