ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ

Εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ”, 03/02/2001

 
Ξενοφών Ι. Κοντιάδης, Χαράλαμπος Ανθόπουλος
1. Η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος θεωρείται κατ’ εξοχήν πολιτική συζήτηση. Πράγματι, τι θα μπορούσε να είναι πιο «πολιτικό» από μια συζήτηση με αντικείμενο αποφάσεις για τους πρωταρχικούς κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού και τις θεμελιώδεις αξίες της κοινωνικής συμβίωσης, έστω και αν οι αποφάσεις αυτές πρέπει να σέβονται τις διαδικασίες άσκησης της αναθεωρητικής εξουσίας που προβλέπει το ισχύον Σύνταγμα (άρθρο 110) και τις υπέρτερες αξίες που θετικοποιούνται σε αυτό; Σίγουρα, για την επεξεργασία και τη διατύπωση των «νέων» συνταγματικών κανόνων είναι αναγκαία η συμβολή της συνταγματικής και της πολιτικής επιστήμης, αφού η συζήτηση για τα σύγχρονα Συντάγματα προϋποθέτει μια πολυσχιδή και επιστημονικά τεκμηριωμένη προεργασία, η οποία πρέπει να λαμβάνει υπόψη την εξέλιξη της συνταγματικής πραγματικότητας καθώς και δεδομένα του συγκριτικού συνταγματικού δικαίου και της συγκριτικής πολιτικής επιστήμης.

2. Ωστόσο, αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία, είναι να διερμηνευθεί από τον αναθεωρητικό συνταγματικό νομοθέτη η θέληση του λαού για τις συγκεκριμένες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Στις εκλογές που παρεμβάλλονται μεταξύ των δύο αναθεωρητικών Βουλών, το εκλογικό σώμα ασφαλώς δεν ψηφίζει με κριτήριο τις κατευθύνσεις και τις επιλογές των κομμάτων στα θέματα της συνταγματικής αναθεώρησης. Το γεγονός όμως ότι το Σύνταγμά μας προβλέπει την παρεμβολή του εκλογικού σώματος, δηλώνει ότι ο συντακτικός νομοθέτης επιδιώκει την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συμμετοχή του λαού στη διαμόρφωση των προτάσεων και των αποφάσεων των δύο αναθεωρητικών Βουλών (βλ. Ξ. Κοντιαδη, Η αναθεώρηση του Συντάγματος, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα 2000, σ. 351 επ.). Η συμμετοχή του λαού μπορεί να επιδιωχθεί στο πλαίσιο μιας «πλουραλιστικής» διαμόρφωσης της αναθεωρητικής διαδικασίας κατά την οποία θα λαμβάνονται υπόψη και θα αξιολογούνται οι συνταγματικές θέσεις και των άλλων (εκτός των πολιτικών κομμάτων) αντιπροσωπευτικών υποκειμένων του κοινωνικού και θεσμικού πλουραλισμού, παρ’ όλο που η «κοινωνική αντιπροσωπευτικότητά» τους παρουσιάζει περισσότερο ποιοτικά παρά ποσοτικά χαρακτηριστικά (π.χ. των οργανώσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος ή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων). Στην προοπτική μιας πλουραλιστικής κατάρτισης του Συντάγματος, η προσφυγή σε δημοσκοπήσεις θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένδειξη της «αναθεωρητικής θέλησης» του λαού, υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι πολίτες θα είχαν επαρκή ενημέρωση για τα επίμαχα ζητήματα της συνταγματικής αναθεώρησης.

3. Αν και δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία από finding-facts polls που να διαπιστώνουν την κατάσταση και το βαθμό ενημέρωσης και γνώσης του κοινού για τα θέματα της συνταγματικής αναθεώρησης, νομίζουμε πως ο κύκλος των «ενημερωμένων πολιτών» για τα συνταγματικά ζητήματα στην Ελλάδα είναι πολύ μικρός για να διαμορφώσει το σώμα μιας αληθινής κοινής γνώμης γύρω από τα θέματα αυτά. Αυτό είναι και θα παραμείνει ένα μακροπρόθεσμο πρόβλημα, που αφορά γενικότερα τα (σημαντικά) πολιτικά ζητήματα, δείγμα των αδυναμιών της ελληνικής δημόσιας σφαίρας, στην οποία δεν διεξάγεται ένας «μεγάλος διάλογος» για τις δημόσιες και τις συνταγματικές πολιτικές και δεν υπάρχει ίσως ούτε το «ακροατήριό» του. Μοναδική εξαίρεση στο έλλειμμα διαλόγου γύρω από τα ζητήματα της συνταγματικής αναθεώρησης, με την κατάθεση σοβαρών επιχειρημάτων ένθεν κακείθεν, υπήρξε η δημόσια αντιπαράθεση για την αναθεώρηση του άρθρου 24 για το περιβάλλον, η οποία φαίνεται ότι θα επηρεάσει και τις τελικές επιλογές του αναθεωρητικού νομοθέτη.

4. Με βάση τις προηγούμενες σκέψεις πρέπει να αντιμετωπιστούν και τα πορίσματα πρόσφατης δημοσκόπησης της V-PRC για τη συνταγματική αναθεώρηση, η οποία πάντως δεν στερείται χρησιμότητας, στο μέτρο που αυξάνει τις γνώσεις σχετικά με τις «ενστικτώδεις» συνταγματικές αντιλήψεις του κοινού. Προτού σχολιάσουμε συντομογραφικά τα ευρήματα της δημοσκόπησης, πρέπει να προβούμε σε μια προκαταρκτική παρατήρηση, όσον αφορά τη λειτουργία του συνταγματικού δικαίου. Ο συνταγματικός νομοθέτης έχει ως ένα βαθμό και μια διδακτική-κοινωνική αποστολή, δεν θα πρέπει λοιπόν να περιοριστεί να καταγράψει τις «επιθυμίες» της κοινωνίας, αλλά και να την προσανατολίσει προς ένα σύστημα ουσιαστικών αξιών, δεσμευτικών για όλους τους πολίτες.

5. Ένα από τα πιο σημαντικά ευρήματα της δημοσκόπησης είναι ότι οι πολίτες θεωρούν ότι η σχέση πολιτικής και χρήματος αποτελεί πλέον ένα μείζον «συνταγματικό ζήτημα», το οποίο θα πρέπει να αντιμετωπισθεί με συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Αυτός, προκύπτει από το 82,7% που τάσσεται υπέρ του ελέγχου των δημοσίων έργων και προμηθειών από μια Ανεξάρτητη αρχή, από το 83,8% που πιστεύει ότι μια αντίστοιχη μορφή ελέγχου πρέπει να καθιερωθεί και για τα οικονομικά των κομμάτων, από το 70,7% που υποστηρίζει την έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα όσων βουλευτών ξεπερνούν το ύψος των εκλογικών δαπανών που ορίζει ο νόμος, και από το 58,3% που τάσσεται υπέρ της συνταγματικής καθιέρωσης του ασυμβίβαστου μεταξύ προμηθευτών του Δημοσίου και ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης. Το εντυπωσιακό 81,4% υπέρ της κατάργησης του ακαταδίωκτου του βουλευτή δείχνει ότι η ανησυχία για το «πολιτικό χρήμα» συνδυάζεται ίσως και με μία υφέρπουσα αντικοινοβουλευτική διάθεση, στην οποία θα ήταν, πάντως, λάθος να ενδώσει ο αναθεωρητικός συνταγματικός νομοθέτης.

6. Το 73,3% που τάσσεται υπέρ της άμεσης εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας σε συνδυασμό με το 66,9% που τοποθετείται υπέρ της διενέργειας δημοψηφισμάτων με πρωτοβουλία των πολιτών, εκφράζουν τη διάθεση για μια πιο άμεση συμμετοχή των πολιτών στην πολιτική διακυβέρνηση της χώρας. Ωστόσο, μεταρρυθμίσεις/η, όπως η άμεση εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας δεν θα συνέβαλαν ουσιαστικά στην ενίσχυση των στοιχείων άμεσης δημοκρατίας στο πολίτευμά μας.

7. Αντίθετα, δυσερμήνευτο είναι το 68,3% που τάσσεται υπέρ του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων μόνο από τις ολομέλειες των ανωτάτων δικαστηρίων. Εδώ ίσως υποκρύπτεται το αίτημα για μια ποσοτική και ποιοτική επέκταση του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, δείγμα και αυτό της διευρυνόμενης κρίσης νομιμοποίησης του νόμου και του νομοθέτη. Ωστόσο, η εισαγωγή συγκεντρωτικών στοιχείων στο ισχύον σύστημα ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων, χωρίς ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου, μάλλον θα οδηγήσει σε αύξηση του ελλείμματος ελέγχου της συνταγματικής νομιμότητας στη χώρα μας, παρά στη μείωσή του.

8. Μολονότι ο αριθμός των φοιτητών στα ελληνικά πανεπιστήμια έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, η πίεση για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων εξακολουθεί να είναι ισχυρή (43,8% υπέρ έναντι 39,3% κατά).
Η συμφωνία της Μπολόνια για τη σταδιακή σύγκλιση των ευρωπαϊκών πανεπιστημιακών συστημάτων, η οποία ανοίγει ξανά το θέμα της δημιουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων και στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της προτεινόμενης ανάπτυξης των υπερεθνικών πανεπιστημιακών δραστηριοτήτων στον ευρωπαϊκό χώρο, αποτελεί ακόμη ένα στοιχείο που φανερώνει τον αναχρονισμό της «ανελαστικής» διατύπωσης του άρθρου 16 του Συντάγματος, το οποίο καθιερώνει το κρατικό μονοπώλιο στην ανώτατη εκπαίδευση.

9. Το 49,6% υπέρ της ποινής του θανάτου (έναντι 43,3% κατά) είναι βέβαια αρκετά χαμηλότερο από το αντίστοιχο 70% των Αμερικανών πολιτών (σταθερό εδώ και πολλά χρόνια), δείχνει όμως ότι υπάρχει ικανός αριθμός Ελλήνων πολιτών που δέχονται αυτήν την ηθικά και πολιτισμικά απαράδεκτη «βεντέτα του Κράτους». Η άρνηση της θανατικής ποινής αποτελεί ένα από τα πιο αυθεντικά στοιχεία της ταυτότητας του ευρωπαϊκού νομικού και πολιτικού πολιτισμού σε σχέση με την αμερικανική εμπειρία.

10. Μελαγχολικές σκέψεις, τέλος, γεννά και το 69,5% που αποκρούει τη συνταγματική αναγνώριση του δικαιώματος αντίρρησης συνείδησης στη στρατιωτική υπηρεσία, το οποίο ο αναθεωρητικός συνταγματικός νομοθέτης οφείλει ίσως να «καθησυχάσει», διασφαλίζοντας τη μη- κατάχρηση του θεσμού της εναλλακτικής-κοινωνικής θητείας, παραμένοντας όμως σταθερός στην αρχή προστασίας της ελευθερίας της συνείδησης και των συναφών με αυτήν δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις και το δικαίωμα στην αντίρρηση συνείδησης στη στρατιωτική υπηρεσία.