ΤΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΚΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 18/12/2007

Η πρωτοβουλία της Κυβέρνησης να προχωρήσει σε τροποποίηση του εκλογικού νόμου υπήρξε το έναυσμα για να επανέλθουν στην επικαιρότητα προτάσεις που έχουν υποστηριχθεί κατά καιρούς σχετικά με τη σκοπιμότητα υιοθέτησης ενός εκλογικού συστήματος με βάση το γερμανικό μοντέλο. Ήδη το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατέθεσε προτάσεις για τον εκλογικό νόμο με βάση το γερμανικό εκλογικό σύστημα. Υπέρ ενός συστήματος που θα αποτελεί προσαρμογή στην ελληνική πραγματικότητα του γερμανικού μοντέλου τάχθηκαν επίσης αρκετοί υπουργοί, βουλευτές και των δύο κομμάτων εξουσίας, καθώς και αρκετοί συνταγματολόγοι και πολιτικοί επιστήμονες με άρθρα ή δηλώσεις στον ημερήσιο τύπο.
Το εκλογικό σύστημα επηρεάζει άμεσα και καθοριστικά τη λειτουργία τόσο του κομματικού συστήματος όσο και, ευρύτερα, του πολιτικού συστήματος. Μια διεύρυνση της αναλογικότητας του εκλογικού συστήματος εις βάρος των δικλείδων κυβερνητικής σταθερότητας δεν αποκλείεται να επέφερε ριζικές ανακατατάξεις στο πολιτικό τοπίο της χώρας μας, καθώς θα ενισχύονταν οι κεντρόφυγες τάσεις και στα δύο κόμματα εξουσίας. Από την άλλη πλευρά, η επιλογή των βουλευτών από εκλογικό κατάλογο (λίστα), όπως συμβαίνει στο γερμανικό εκλογικό σύστημα, ασφαλώς θα ενίσχυε περαιτέρω τις κομματικές ηγεσίες έναντι των βουλευτών, αφού η επιλογή των υποψήφιων βουλευτών θα πραγματοποιούνταν από τους κομματικούς μηχανισμούς, χωρίς να μεσολαβεί κατόπιν η κρίση του εκλογικού σώματος για την τελική εκλογή μέσω σταυροδοσίας.
Ποικίλα είναι λοιπόν τα επιχειρήματα που προβάλλονται υπέρ και κατά της υιοθέτησης ενός εκλογικού συστήματος με βάση το γερμανικό μοντέλο. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, οι βουλευτές εκλέγονται αφ’ ενός σε μονοεδρικές περιφέρειες και αφ’ ετέρου σε ευρύτερες περιφέρειες με εκλογικό κατάλογο. Πλεονέκτημα του συστήματος είναι ασφαλώς ότι απεγκλωβίζει τον υποψήφιο βουλευτή από το κυνήγι του σταυρού, απαλλάσσοντάς τον από ενδεχόμενες εξαρτήσεις ή συναλλαγές. Από την άλλη πλευρά όμως, καθίσταται πανίσχυρη η εκάστοτε κομματική ηγεσία και οι κομματικοί μηχανισμοί, από τους οποίους εξαρτάται σε τελική ανάλυση η επιλογή των βουλευτών.
Στη Γερμανία το πρόβλημα αυτό έχει επιλυθεί στο ίδιο το Σύνταγμα, όπου κατοχυρώνεται ρητά η εσωκομματική δημοκρατία. Ο έλεγχος της δημοκρατικής λειτουργίας των κομμάτων είναι εντατικός και αποτελεσματικός, μεταφερόμενος ενίοτε ακόμα και στο επίπεδο του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Παράλληλα έχει διαμορφωθεί μια μακρόχρονη κουλτούρα και πρακτική εσωκομματικής δημοκρατίας. Στην Ελλάδα, όπου όλα τα προηγούμενα κατ’ ουσίαν απουσιάζουν, η υιοθέτηση ενός εκλογικού συστήματος γερμανικού τύπου δεν αποκλείεται να οδηγούσε στην πλήρη εξάρτηση της ανάδειξης βουλευτών από την εύνοια της εν πολλοίς ανέλεγκτης κομματικής ηγεσίας και στην περαιτέρω αποδυνάμωση της δυνατότητας διαλόγου, άρα και αντιλόγου μέσα στα κόμματα. Στην πράξη, η εξάρτηση της υποψηφιότητας του βουλευτή από την κομματική ηγεσία συνεπάγεται ότι συρρικνώνονται τα περιθώρια αμφισβήτησης των αντιλήψεων που εκφράζει η ηγεσία αυτή.
Εάν δεν διασφαλιστούν ουσιαστικές εγγυήσεις εσωκομματικής δημοκρατίας και συλλογικής λειτουργίας των κομμάτων, η θεσμοθέτηση ενός γερμανικού τύπου εκλογικού συστήματος ενδέχεται συνεπώς να αποτελέσει ορόσημο για την περαιτέρω απαξίωση των πολιτικών κομμάτων, για την απίσχνανση των τελευταίων νησίδων εσωκομματικής δημοκρατίας και για την πλήρη αναξιοπιστία της πολιτικής.