ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΣΤΟ ΠΑΣΟΚ

Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 21/09/2007

 
Δεν απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις συνταγματικού δικαίου και πολιτικής επιστήμης για να αντιληφθεί οποιοσδήποτε ότι μετά από τέσσερις διαδοχικές εκλογικές ήττες αναπόφευκτα ανακύπτει ζήτημα ηγεσίας σε ένα κόμμα εξουσίας. Στο πλαίσιο του πρωθυπουργικού κοινοβουλευτικού συστήματος που εγκαθιδρύει το Σύνταγμά μας, οι αρχηγοί των κομμάτων εξουσίας και υποψήφιοι πρωθυπουργοί φέρουν το μεγαλύτερο βάρος για την εκλογική επιτυχία ή αποτυχία των κομμάτων τους. Άλλωστε σε μια εποχή ιδεολογικής σύγκλισης των κομμάτων εξουσίας, η ευθύνη των αρχηγών ενισχύεται από την προσωποποίηση της πολιτικής. Κατά συνέπεια, είναι προφανές ότι οφείλουν να αναλαμβάνουν εμπράκτως και την πολιτική ευθύνη μιας εκλογικής ήττας. Αυτό αποτελεί θεσμική υποχρέωση, που εκδηλώνεται με την παραίτηση και την άμεση προσφυγή σε αδιάβλητες κομματικές διαδικασίες ανάδειξης αρχηγού, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο καταστατικό κάθε κόμματος. Η ατομική πολιτική ευθύνη του αρχηγού και υποψήφιου πρωθυπουργού και η υποχρέωσή του να παραιτηθεί αποτελεί αυτονόητο κανόνα και πρακτική σε όλες τις σύγχρονες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, σε περιπτώσεις εκλογικής ήττας. Συνήθως μάλιστα, στις ευρωπαϊκές χώρες αρκεί μια εκλογική ήττα για να αναλάβει ο αρχηγός του κόμματος την ευθύνη του, παραιτούμενος.
Ο Γιώργος Παπανδρέου είχε την ευκαιρία να είναι υποψήφιος πρωθυπουργός σε δύο διαδοχικές βουλευτικές εκλογές, τον Μάρτιο του 2004 και τον Σεπτέμβριο του 2007, ενώ επιπλέον έφερε το βάρος της εκλογικής αναμέτρησης άλλες δύο φορές, στις ευρωεκλογές του Ιουνίου 2004 και στις δημοτικές-νομαρχιακές του Οκτωβρίου 2006. Το κόμμα του ηττήθηκε καθαρά και στις τέσσερις, την περασμένη Κυριακή μάλιστα με σημαντική μείωση του εκλογικού του ποσοστού. Οι πολιτικές επιλογές, η αντιπολιτευτική στρατηγική, η εκλογική τακτική του ΠΑΣΟΚ ήταν κατά βάσιν στα χέρια του, ως αρχηγού του κόμματος, προέδρου της κοινοβουλευτικής ομάδας και υποψήφιου πρωθυπουργού. Όμως δεν πέτυχε να πείσει το εκλογικό σώμα ή να αναπτύξει έναν ηγεμονικό πολιτικό λόγο την περίοδο Φεβρουαρίου 2004 – Σεπτεμβρίου 2007. Η εκλογική επιρροή του κόμματός του συρρικνώθηκε παρότι είχε τη δυνατότητα να ασκήσει απερίσπαστος αντιπολίτευση για περισσότερο από τριάμισι χρόνια, υποστηρίζοντας το δικό του πολιτικό πρόγραμμα.
Η εξήγηση των λόγων της νέας ήττας του ΠΑΣΟΚ αποτελεί έργο των πολιτικών αναλυτών και των κομματικών στελεχών. Ωστόσο, από πλευράς συνταγματικής και πολιτικής δεοντολογίας δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο Γ. Παπανδρέου όφειλε να έχει παραιτηθεί αμέσως, προκειμένου να λειτουργήσουν απρόσκοπτα οι προβλεπόμενες δημοκρατικές διαδικασίες για την ανάδειξη νέου αρχηγού και, πρωτίστως, προκειμένου να μη δίδεται σε οποιονδήποτε αφορμή ή πρόσχημα για να αμφισβητήσει το απολύτως αδιάβλητο αυτών των διαδικασιών. Ουδείς βέβαια αμφισβήτησε ή θα δικαιούνταν να αμφισβητήσει το δικαίωμά του να διεκδικήσει εκ νέου την ηγεσία του κόμματος. Εύλογα όμως τίθεται από πολλές πλευρές το ερώτημα εάν είναι δόκιμο, μετά από μια ευρεία εκλογική ήττα, να επιδιώκει να εμφανιστεί ταυτόχρονα ως Πρόεδρος, ως εγγυητής του αδιάβλητου της διαδικασίας εκλογής νέου Προέδρου και ως υποψήφιος Πρόεδρος.
Ωστόσο η εικόνα κομματικής αποσύνθεσης που παρουσίασε τις τελευταίες ημέρες η αξιωματική αντιπολίτευση και οι εξωθεσμικές αντιμαχίες, που δεν συνάδουν με τον ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό, οφείλονται επίσης στο έλλειμμα στέρεων θεμελίων και νοοτροπιών εσωκομματικής δημοκρατίας. Η αντικατάσταση ενός ηττηθέντος ηγέτη αντιμετωπίζεται ως κοσμογονία, που πέραν των άλλων δεν επιτρέπει στην αξιωματική αντιπολίτευση να ασκήσει το θεσμικό της ρόλο, τη στιγμή που η Κυβέρνηση ετοιμάζεται να παρουσιάσει προγραμματικές δηλώσεις και να καταθέσει σχέδιο προϋπολογισμού. Οι εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ αποτελούν λοιπόν πρωτίστως κριτήριο και πρόκληση για το εάν είναι εφικτό να αναπτυχθεί μια νέα αντίληψη συλλογικής πολιτικής λειτουργίας και εσωκομματικής δημοκρατίας ή θα οδηγηθεί το κομματικό μας σύστημα σε περαιτέρω απαξίωση και αναξιοπιστία.