ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΣΤΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ;

Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 3/10/2007

 
Ο διάλογος για τη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης είναι χρήσιμος υπό την προϋπόθεση ότι διαμορφώνεται ένα πεδίο βασικών παραδοχών, τις οποίες αναγνωρίζουν όλοι οι εμπλεκόμενοι. Εάν δεν διασφαλιστεί ένας τέτοιος κοινός παρονομαστής, ο διάλογος ενδέχεται να εκφυλιστεί σε παράλληλους μονολόγους, που αναπόδραστα θα καταλήξουν είτε στην επικράτηση ακραίων αντιλήψεων και πολιτικών, είτε στη ματαίωση οποιουδήποτε πραγματικού μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος, είτε στην κοινωνική σύγκρουση.
Σήμερα φαίνεται να διαμορφώνεται μία συναντήληψη τουλάχιστον ως προς τη διαπίστωση ότι η χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης παρουσιάζει προβλήματα, τα οποία οφείλονται κατ’ αρχάς στη γήρανση του πληθυσμού και στη δυσμενή μεταβολή του δείκτη δημογραφικής εξάρτησης, αλλά όχι μόνον σε αυτήν. Ως αίτια των χρηματοδοτικών ελλειμμάτων επισημαίνονται επίσης η εισφοροδιαφυγή, η μη ικανοποιητική διαχείριση της περιουσίας των ασφαλιστικών οργανισμών και ο κατακερματισμός των ασφαλιστικών φορέων. Ζητήματα που χρήζουν αντιμετώπισης είναι επίσης ο επανακαθορισμός των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων, η αποτροπή της καταχρηστικής εφαρμογής των ρυθμίσεων για τις αναπηρικές συντάξεις και ο εξορθολογισμός της ζήτησης και του τρόπου παροχής υπηρεσιών υγείας. Από την άλλη πλευρά η πρόβλεψη κινήτρων για προαιρετική παραμονή στην εργασία μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης ενδέχεται να υποκρύπτει παγίδες, ιδίως εφόσον αυτά συνδέονται με συρρίκνωση των συνταξιοδοτικών παροχών στην περίπτωση ομαλής αποχώρησης από την εργασία.
Μέχρι ενός σημείου διαπιστώνεται λοιπόν ότι ένα πλέγμα αιτίων και προτάσεων πολιτικής θεωρείται κοινώς αποδεκτό. Πέρα από το σημείο αυτό όμως ο διάλογος κατ’ ουσίαν εκτροχιάζεται. Κι αυτό διότι με πρόσχημα αναλογιστικές μελέτες, ενίοτε αμφισβητήσιμων προγνώσεων, επιχειρείται να κατασκευαστεί μία εικόνα επικείμενης κατάρρευσης των χρηματοδοτικών βάσεων του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, αβεβαιότητας και πλήρους ανατροπής των ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Υπό το βάρος της επαπειλούμενης «καταστροφής» προτείνονται, ευθέως ή πλαγίως, μέτρα αύξησης των ορίων ηλικίας, αύξηση των εισφορών των εργαζομένων ή συρρίκνωσης των ασφαλιστικών παροχών, τη στιγμή που σήμερα περισσότεροι από τους μισούς συνταξιούχους λαμβάνουν συντάξεις κατώτερες των 600 €.
Ξεχνάνε όμως οι εμπνευστές αυτών των προτάσεων τα σημαντικότερα προαπαιτούμενα κάθε διαλόγου για το Ασφαλιστικό. Ξεχνάνε ότι ο θεσμός της κοινωνικής ασφάλισης δημιουργήθηκε προκειμένου να εγγυηθεί σε κάθε εργαζόμενο και στην οικογένειά του ότι σε περίπτωση επέλευσης συγκεκριμένων κινδύνων που απειλούν την ανθρώπινη ύπαρξη (ασθένεια, γηρατειά, ανεργία κ.λπ.) θα αναπληρωθεί επαρκώς το εισόδημά τους. Ξεχνάνε ότι η κοινωνική ασφάλιση βασίζεται σε ορισμένες θεμελιώδεις αξίες, όπως η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η αλληλεγγύη, η κοινωνική δικαιοσύνη. Ξεχνάνε επίσης τον εγγυητικό ρόλο του κράτους για τη διασφάλιση των κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων και τη χρηματοδότηση του συστήματος. Ξεχνάνε, ακόμη, ότι όλα τα προηγούμενα είναι κατοχυρωμένα στο Σύνταγμα.
Η λειτουργία ενός αξιόπιστου συστήματος κοινωνικής προστασίας αποτελεί δείκτη για την αξιολόγηση του πολιτισμικού επιπέδου κάθε πολιτείας. Χωρίς τη διαρκή επιβεβαίωση των μη διαπραγματεύσιμων προαπαιτούμενων κάθε κοινωνικού διαλόγου για το Ασφαλιστικό, είναι προφανές ότι θα υπερισχύσει εν τέλει μία οικονομίστικη λογική. Η υποταγή των θεμελιωδών αξιών της κοινωνικής ασφάλισης στην καταστροφολογική επίκληση κάποιων δήθεν αναπότρεπτων χρηματοδοτικών ελλειμμάτων επιχειρεί να μετατοπίσει τη συζήτηση σε ένα άλλο επίπεδο. Η υποβάθμιση της ασφαλιστικής προστασίας δεν αποτελεί όμως νομοτέλεια, ούτε τη μοναδική λύση όπως επιχειρούν κάποιοι να προβάλουν. Σε πείσμα μίας κοινωνικά αδιάφορης, «μικρολογιστικής» αντίληψης, υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις συμβατές με τις θεμελιώδεις αξίες της κοινωνικής ασφάλισης. Σε αυτές οφείλει να επικεντρωθεί ο διάλογος, και όχι σε ψευδοδιλήμματα του τύπου «καταστροφή ή συρρίκνωση».