Τα νέα δικαιώματα. Βιβλιοκριτική στον τόμο: Χ. Ανθόπουλου, Νέες διαστάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων, Σάκκουλας 2001, 280 σελ. (εφημερίδα “Το Βήμα”, 11/2/2001).

Βιβλιοκριτική στον τόμο: Χ. Ανθόπουλου, Νέες διαστάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων, Σάκκουλας 2001, 280 σελ. (εφημερίδα "Το Βήμα", 11/2/2001).
Το ζήτημα των «νέων» θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι ένα πολυσύνθετο θεωρητικό, δογματικό και πολιτικο-συνταγματικό πρόβλημα. Το θέμα αυτό βρίσκεται εξάλλου στο επίκεντρο της επιστημονικής συζήτησης που διεξάγεται με αφορμή την αναθεώρηση του Συντάγματος. Ως γνωστόν, μια από τις βασικές προτεινόμενες καινοτομίες στο πλαίσιο της αναθεώρησης του Συντάγματος είναι ο εμπλουτισμός του συνταγματικού καταλόγου των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, μια σειρά από «νέα» δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στην πληροφόρηση (έναντι και της δημόσιας διοίκησης), το δικαίωμα πληροφοριακού αυτοκαθορισμού, η προστασία του προσώπου από βιοϊατρικούς πειραματισμούς, η προστασία του πλουραλισμού της πληροφόρησης, η αντίρρηση συνείδησης στη στρατιωτική υπηρεσία, φαίνεται ότι θα βρουν ρητή συνταγματική κατοχύρωση στο αναθεωρημένο συνταγματικό κείμενο. Το πρόσφατο βιβλίο του Χαράλαμπου Ανθόπουλου με τίτλο Νέες διαστάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων, στο οποίο ο συγγραφέας συγκεντρώνει οκτώ μελέτες του που στρέφονται γύρω από το θέμα των «νέων» δικαιωμάτων, συνοδευόμενες από επίκαιρα «εισαγωγικά σχόλια» τα οποία λαμβάνουν υπόψη και τις προτάσεις της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, αποτελεί μια σημαντική συμβολή στον ευρύτερο αυτόν συνταγματολογικό προβληματισμό.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, «η διάκριση μεταξύ “παλαιών” και “νέων” θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν έχει την κρίσιμη σημασία που συχνά αποδίδεται, αφού αυτά που εμφανίζονται ως “νέα” δικαιώματα είναι στην ουσία το αποτέλεσμα νέων επιχειρηματολογικών στρατηγικών που έχουν ως αφετηρία τα “καταγεγραμμένα” συνταγματικά δικαιώματα». Ωστόσο ο συγγραφέας δεν αρνείται τη χρησιμότητα της διεύρυνσης του συνταγματικού καταλόγου με «νέα» δικαιώματα. Μολονότι επιχειρεί να καταδείξει ότι ορισμένα από τα δικαιώματα αυτά, όπως το δικαίωμα σε μια πλουραλιστική πληροφόρηση, το δικαίωμα στην αντίρρηση συνείδησης στη στρατιωτική υπηρεσία, το δικαίωμα στη διά βίου εκπαίδευση, μπορούν να θεμελιωθούν στα υφιστάμενα συνταγματικά δικαιώματα, θεωρεί σκόπιμη και την τυπική συνταγματική επιβεβαίωσή τους. Αντιμετωπίζει μάλλον με θετικό πνεύμα την υπόθεση ενός «εκτενέστερου» συνταγματικού κειμένου, αν και είναι επιφυλακτικός απέναντι σε υπερβολικά λεπτομερείς και ανελαστικές διατυπώσεις. Για παράδειγμα, θεωρεί επιβεβλημένη τη ρητή συνταγματική κατοχύρωση των αρχών του πλουραλισμού και της διαφάνειας του πληροφοριακού συστήματος, κρίνει όμως ότι το πολυσυζητημένο θέμα του ασυμβιβάστου μεταξύ προμηθευτών του Δημοσίου και ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης πρέπει να αφεθεί, τόσο ως προς το «εάν» όσο και ως προς το «πώς» της ρύθμισής του, στη διακριτική ευχέρεια του κοινού νομοθέτη.
Αξιολογεί ως ιδιαίτερα θετική τη συνταγματική κατοχύρωση της αρχής του κοινωνικού κράτους στο άρθρο 25§1 Συντ., επισημαίνοντας, με αφορμή το δικαίωμα για προστασία της υγείας, τη λειτουργία της ως συνταγματικού ορίου στην αποδυνάμωση των εγγυήσεων των κοινωνικών δικαιωμάτων. Αναδεικνύει, τέλος, για πρώτη φορά ίσως στην ελληνική βιβλιογραφία, τις «νέες» συνταγματικές προβληματικές της ελευθερίας τού συνεταιρίζεσθαι, με αφορμή το φαινόμενο του εθελοντισμού, επισημαίνοντας παράλληλα ότι ήταν πλέον ώριμο να εισαχθεί στο άρθρο 12 του Συντάγματος η αρχή της προώθησης του ρόλου των εθελοντικών και των άλλων μη κυβερνητικών οργανώσεων. Στο επίπεδο των μεθοδολογικών επιλογών πρέπει να επισημανθεί η πειστική εφαρμογή από τον συγγραφέα μιας μεθόδου ερμηνείας του Συντάγματος με βάση την οποία διευρύνονται τα περιεχόμενά του με γνώμονα την εξέλιξη της κοινής νομοθεσίας. Σίγουρα αυτή η μεθοδολογική επιλογή ταιριάζει στο αντικείμενο που ερευνά ο συγγραφέας και γι’ αυτό άλλωστε βρίσκει στα θέματα αυτά προνομιακή εφαρμογή στη νομολογία των Συνταγματικών Δικαστηρίων, τα οποία, με την επίκληση των εξελίξεων στο επίπεδο της κοινής νομοθεσίας, μπορούν πιο εύκολα να προχωρήσουν σε μια δυναμική εφαρμογή των συνταγματικών κανόνων που αφορούν τα θεμελιώδη δικαιώματα.
Τα συγκεκριμένα παραδείγματα αλληλοεπηρεασμού Συντάγματος και νόμου τα οποία χρησιμοποιεί ο Ανθόπουλος για να θεμελιώσει επιχειρηματολογικά τα «νέα» δικαιώματα αποδεικνύουν ότι είναι μονομερής και δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην ελληνική συνταγματική πραγματικότητα η αντίληψη ότι ο δικαστής είναι ο κατ’ εξοχήν «εγγυητής» των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Πράγματι συχνά το ελληνικό κοινοβούλιο ερμήνευσε πιο «επεκτατικά» το ισχύον Σύνταγμα από τον δικαστή και επέτρεψε την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε μεγαλύτερο βαθμό από εκείνον που μπορούσε ή ήθελε ο δικαστής.