Νέα Σελίδα, 14/10/2018
Από το 1975 που θεσπίστηκε το Σύνταγμά μας καλλιεργήθηκε ο μύθος ότι πρόκειται για ένα κείμενο λειτουργικό. Κάθε μύθος έχει όμως ένα τέλος. Το γεγονός ότι το δημοκρατικό κράτος δικαίου λειτούργησε από το 1975 μέχρι σήμερα χωρίς μείζονες συνταγματικές κρίσεις δεν οφείλεται στην ποιότητα των συνταγματικών θεσμών, αλλά σε μια σειρά πολιτικών και οικονομικών παραμέτρων, καθώς και στη σοφία που συχνά επέδειξαν οι εφαρμοστές του. Αντιθέτως, ορισμένες εγγενείς αδυναμίες του Συντάγματος κρίνονται συνυπεύθυνες για τη σημερινή κρίση του πολιτικού συστήματος και την οικονομική χρεοκοπία (Ξ. Κοντιάδης, Το ανορθολογικό μας Σύνταγμα, εκδ. Παπαζήση, 2015).
Ο πολιτικός και ο νομικός κόσμος έχουν επανειλημμένα υποβάλει προτάσεις αναθεώρησης. Κρίσιμο δεν είναι μόνο να αξιολογηθούν μια προς μια οι προτεινόμενες τροποποιήσεις, αλλά να διαπιστωθεί αν διαπνέονται από συνοχή και εσωτερική ισορροπία, αν είναι συμβατές μεταξύ τους και με τις ισχύουσες ρυθμίσεις, αν εντάσσονται σε μια σαφή θεσμική-πολιτική στόχευση και μήπως προκαλούν προβλήματα συνταγματικής μηχανικής που εκ πρώτης όψεως δεν θα είναι ορατά (Ξ. Κοντιάδης, Πώς γράφεται το Σύνταγμα;, εκδ. Παπαζήση, 2018). Τι πρέπει λοιπόν να αλλάξει στο Σύνταγμά και τους θεσμούς στις παρούσες συνθήκες; Προτεραιότητα έχουν οι ακόλουθες αλλαγές:
1. Η ατελέσφορη αναθεώρηση του 2008 και η αποτυχία όσων αναθεωρητικών πρωτοβουλιών εξαγγέλθηκαν έκτοτε δεν ήταν συνέπεια μόνο απρόσφορων πολιτικών συσχετισμών, αλλά και σφαλμάτων της μηχανικής της διαδικασίας αναθεώρησης. Η αναθεώρηση θα πρέπει να ολοκληρώνεται σε μία Βουλή, με περαιτέρω ενίσχυση των απαιτούμενων πλειοψηφιών τουλάχιστον στα 2/3 των βουλευτών.
2. Ένα δεύτερο κρίσιμο πεδίο αποτελεί η αποσύνδεση της προεδρικής εκλογής από το ενδεχόμενο πρόωρων βουλευτικών εκλογών, που προκαλεί πλήρη διατάραξη του εκλογικού κύκλου και ενδεχομένως την παραλυσία της κυβερνητικής λειτουργίας.
3. Ένα σημαντικό δίδαγμα της οικονομικής κρίσης αφορά τη Δικαιοσύνη. Το έργο που κλήθηκαν να επιτελέσουν οι δικαστές ήταν σύνθετο και δύσβατο. Μετά τον πρώτο αιφνιδιασμό η ελληνική Δικαιοσύνη ─πρωτίστως το Συμβούλιο Επικρατείας─ έκρινε αντισυνταγματικά αρκετά νομοθετήματα. Ωστόσο, το ισχύον σύστημα δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων αποδείχθηκε ανεπαρκές. Κατ’ αρχάς, ο δικαστής δεν έχει αρμοδιότητα να ελέγξει τη διαδικασία παραγωγής των νόμων. Η κατάχρηση της κατεπείγουσας νομοθέτησης, η κατά κόρον συμπερίληψη διατάξεων άσχετων προς το κυρίως θέμα νομοσχεδίων, οι εκατοντάδες βουλευτικές τροπολογίες, οι αδικαιολόγητες πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, οι δεκάδες σελίδες ρυθμίσεων ενταγμένων σε ένα μόνο άρθρο αποτελούν δείγματα των τερατωδιών που διέπραξε ο νομοθέτης. Η αναρμοδιότητα των δικαστηρίων να υπεισέλθουν σε έλεγχο συνταγματικότητας με βάση τις οργανωτικές διατάξεις του Συντάγματος συνιστά ένα ακόμη έλλειμμα. Απαιτείται λοιπόν παρέμβαση του αναθεωρητικού νομοθέτη.
4. Στο πεδίο της Δικαιοσύνης σοβαρό πρόβλημα αποτελεί επίσης ο διαπιστωτικός χαρακτήρας της κρίσης περί αντισυνταγματικότητας. Τα ανώτατα δικαστήρια δεν έχουν την αρμοδιότητα να εξαφανίσουν την αντισυνταγματική διάταξη νόμου. Ετσι, σε πλήθος περιπτώσεων ο νομοθέτης και η διοίκηση αγνόησαν τις δικαστικές αποφάσεις, διαβρώνοντας την αξιοπιστία των δικαιοκρατικών θεσμών. Η μη συμμόρφωση στις δικαστικές αποφάσεις από τον νομοθέτη και τη διοίκηση συνιστά περιφρόνηση του ανώτατου δικαστή και παραπέμπει σε τριτοκοσμικά κράτη. Ίσως ήρθε η ώρα να συστήσουμε την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου.
5. Εξαιρετικά κρίσιμο σημείο παρέμβασης αποτελεί η ποιότητα της νομοθεσίας. Πολλά κράτη αντιλήφθηκαν, ύστερα από σοβαρές οικονομικές κρίσεις, τη σημασία της αναμόρφωσης του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τις κρατικές λειτουργίες, τις οικονομικές σχέσεις και την επιχειρηματική δραστηριότητα. Το εργαλείο που θεωρείται, σύμφωνα με διεθνή πρότυπα, ενδεδειγμένο σε χώρες με ογκώδη, περίπλοκη και χαμηλής ποιότητας νομοθεσία έχει αποκληθεί «ρυθμιστική γκιλοτίνα». Αποσκοπεί στην ταχεία, φθηνή και δραστική αποκάθαρση, απλούστευση και βελτίωση του κανονιστικού περιβάλλοντος, με κατάργηση άχρηστων, επικαλυπτόμενων ή αντιφατικών διατάξεων, κωδικοποίηση των υπόλοιπων ρυθμίσεων και εγκαθίδρυση ενός μόνιμου μηχανισμού αξιολόγησης της ποιότητας της νομοθεσίας.
Οι προηγούμενες παρεμβάσεις στο Σύνταγμα και τους θεσμούς μπορεί να αποβούν πολύτιμες για την ανάταξη της χώρας. Αρκεί, επιτέλους, οι πολιτικές δυνάμεις να αποφύγουν τους μικροκομματικής στόχευσης επικοινωνιακούς χειρισμούς και να συζητήσουν σοβαρά για τα θεμελιώδη της πολιτείας.