ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ;

Εφημερίδα “Έθνος”, 6/10/2015

Ο πρωθυπουργός προανήγγειλε την πρόθεση της κυβερνητικής πλειοψηφίας να ξεκινήσει μια νέα πρωτοβουλία αναθεώρησης του Συντάγματος. Επί της αρχής η πρωτοβουλία αυτή είναι ευπρόσδεκτη. Εχει διαμορφωθεί ευρεία συμφωνία στον πολιτικό και νομικό κόσμο ότι απαιτούνται ουσιώδεις αλλαγές στο συνταγματικό μας κείμενο. Οι αλλαγές αυτές αφορούν μεταξύ άλλων την ποινική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης, τη βουλευτική ασυλία, τη διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, τον τρόπο ανάδειξης των μελών των ανεξάρτητων αρχών, την επιλογή της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων και τους όρους πρόωρης διάλυσης της Βουλής.
 
Ωστόσο, παρόλο που ως προς την ανάγκη αναθεώρησης επιμέρους συνταγματικών ρυθμίσεων διαπιστώνεται κατ’ αρχάς συμφωνία, παραμένει αβέβαιο αν είναι εφικτό να επιτευχθεί η προβλεπόμενη κοινοβουλευτική συναίνεση και ως προς τις κατευθύνσεις των αλλαγών. Στο παρελθόν έχουν υπάρξει αντίστοιχα αναθεωρητικά εγχειρήματα, που παρότι ξεκίνησαν με τους καλύτερους οιωνούς, στην πορεία δεν οδήγησαν σε επιθυμητά αποτελέσματα. Οι βασικοί λόγοι αυτής της αποτυχίας ήταν ότι δεν είχαν συζητηθεί εγκαίρως και σε βάθος οι εναλλακτικές λύσεις για την τροποποίηση των συνταγματικών διατάξεων, ιδίως όμως η έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Ετσι, αν εξαιρέσουμε την αναθεώρηση του 2001, η ιστορία αποδεικνύει ότι οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις αποτελούν πεδίο κομματικών ή εσωκομματικών τακτικισμών και αντιπαραθέσεων, με δυσμενείς συνέπειες για τις αναθεωρητικές πρωτοβουλίες.
 
Η εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία φέρει το βάρος να δημιουργήσει το κατάλληλο πολιτικό περιβάλλον για τη συνταγματική αναθεώρηση. Τρεις είναι σήμερα οι κύριες προϋποθέσεις για να διαμορφωθούν οι συνθήκες αυτές. Πρώτον, η τροποποίηση του εκλογικού νόμου, ώστε να μην ευνοείται το πρώτο κόμμα από το εξωφρενικό bonus των 50 εδρών, αποκτώντας έτσι συντριπτικό πλεονέκτημα στην επόμενη Βουλή που θα κληθεί να αποφασίσει για το περιεχόμενο των υπό τροποποίηση συνταγματικών διατάξεων. Δεύτερον, να υπάρξουν απτά δείγματα ότι η κυβέρνηση λαμβάνει υπόψη τις θέσεις και τις προτάσεις των αντιπολιτευόμενων κομμάτων. Και τρίτον, ίσως ακόμη σημαντικότερο, να προηγηθεί ανοιχτή δημόσια διαβούλευση, εμπλέκοντας άμεσα την κοινωνία στο αναθεωρητικό εγχείρημα.