ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΑΣΙΝΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 12/8/2014

Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) γνώρισαν την περίοδο 2008-2013 σημαντική ανάπτυξη στη χώρα μας. Το κράτος έθεσε κανόνες παραγωγής και αποζημίωσης για τις επιχειρήσεις πράσινης ενέργειας, νομοθετώντας ωστόσο για ακόμη μία φορά χωρίς συνεκτικό προγραμματισμό και σχέδιο βιωσιμότητας του συστήματος. Αντί όμως η πολιτεία να αναλάβει την ευθύνη για τον πλημμελή προγραμματισμό, επέρριψε τα βάρη στους παραγωγούς φωτοβολταϊκών.

Το πρώτο πλήγμα για τις ΑΠΕ ήταν η επιβολή ειδικής έκτακτης εισφοράς ύψους έως 30% επί των πωλήσεων ηλεκτρικής ενέργειας για τη διετία 2012-2014. Ακολούθησε δεύτερο, ισχυρότερο πλήγμα τον περασμένο Απρίλιο, με τη νομοθετική πρόβλεψη για υποχρεωτική μείωση του συμβατικού τιμήματος των παραγωγών ΑΠΕ, και μάλιστα τόσο για το μέλλον όσο και αναδρομικά. Πρόκειται, δηλαδή, για μονομερή απόφαση της πολιτείας να ανατρέψει ισχύουσες συμβάσεις με τους παραγωγούς, οι οποίοι προχώρησαν σε επενδύσεις εμπιστευόμενοι τους όρους άσκησης της επιχειρηματικής δράσης που το ίδιο το κράτος είχε θέσει.

Τι επιτυγχάνει η κυβέρνηση με αυτές τις πολιτικές επιλογές, τις οποίες θεμελιώνει προσχηματικά στη μείωση ελλειμμάτων με επίκληση μνημονιακών δεσμεύσεων; Κατ’ αρχάς, ωθεί σε έξοδο από την αγορά φωτοβολταϊκών σημαντικούς εγχώριους και ξένους επενδυτές, οδηγεί σε χρεοκοπία χιλιάδες μικρούς παραγωγούς και αποκλείει την είσοδο στην αγορά ΑΠΕ νέων επιχειρηματιών. Ετσι πλήττει σοβαρά την πράσινη ενέργεια, με ευρύτερες συνέπειες ως προς την περιβαλλοντική προστασία. Επιπλέον, μεταβάλλοντας μονομερώς τις υπογραφείσες συμβάσεις μεταξύ κράτους και παραγωγών ΑΠΕ, στέλνει σαφές μήνυμα αναξιοπιστίας, αφερεγγυότητας και παλινωδιών της ελληνικής πολιτείας, το οποίο επηρεάζει διεθνώς το επενδυτικό κλίμα απέναντι στη χώρα μας.

Δείγματα αδιαφορίας για το Σύνταγμα, το διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο έχει επιδείξει ο νομοθέτης πάμπολλα την τελευταία τετραετία. Εν προκειμένω υπερβαίνει κάθε όριο, αφού όχι μόνο πλήττει το φυσικό περιβάλλον, το επιχειρείν και το επενδυτικό κλίμα, αλλά αγνοεί ακόμη και τις υποδείξεις της τρόικας για τη δομική αντιμετώπιση των στρεβλώσεων της ενεργειακής αγοράς, αφού επιδιώκει να μειώσει τα ελλείμματα με εμβαλωματικά εισπρακτικά μέτρα.