Δικαστές χωρίς αυτοσυγκράτηση;

Εφημερίδα “Έθνος”, 8/3/2016

Η κριτική των δικαστικών αποφάσεων αποτελεί όχι απλώς δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση της επιστημονικής κοινότητας των νομικών. Πιο δύσβατο πρόβλημα αποτελεί ο τρόπος εκφοράς της κριτικής προς το πρόσωπο του δικαστή. Είναι διαφορετικής τάξεως ζήτημα να χαρακτηριστεί μια δικαστική απόφαση «εσφαλμένη», «μη θεμελιωμένη» ή ακόμη και «πολιτική», από το να διατυπωθούν χαρακτηρισμοί για τον δικαστή όπως «επίορκος» ή «πολιτικάντης».
 
Ως προς τη δεύτερη περίπτωση, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει δεχθεί ότι σκληροί προσωπικοί χαρακτηρισμοί εις βάρος δημόσιων προσώπων, συμπεριλαμβανομένων των δικαστών, αποτελούν αξιολογικές κρίσεις που επιτρέπονται με βάση την ελευθερία της έκφρασης. Πολύ περισσότερο, υποκείμενος σε αξιολογικές κρίσεις είναι ο δημόσιος λόγος των δικαστών όταν εξέρχεται από την άσκηση των καθηκόντων τους και αποσκοπεί να παρέμβει στην πολιτική και κοινωνική ζωή, όπως έπραξε η πρόεδρος του Αρείου Πάγου με την επιστολή προς τους Ευρωπαίους ομολόγους της, με αφορμή το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Εδώ η κριτική ήταν όχι απλά αναμενόμενη, αλλά αναπόφευκτη. Στην περίφημη υπόθεση Κατράμη κατά Ελλάδος, το 2007 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι είναι ανεκτοί, με βάση την ελευθερία της έκφρασης, οι χαρακτηρισμοί «επίορκος» και «καραγκιόζης» τους οποίους χρησιμοποίησε δημοσιογράφος για συγκεκριμένο δικαστή. Επισήμανε όμως εδώ το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και κάτι εξίσου σημαντικό, ότι δηλαδή η δράση των δικαστηρίων «πρέπει να τυγχάνει προστασίας από αβάσιμες επιθέσεις, όταν μάλιστα το καθήκον για συγκράτηση απαγορεύει στους δικαστικούς λειτουργούς να αντιδράσουν».
 
Το ερώτημα είναι ποια δημόσια αγαθά διακυβεύονται όταν ο δικαστής, κατεξοχήν η επικεφαλής ενός ανωτάτου δικαστηρίου, δεν τηρεί το καθήκον για αυτοσυγκράτηση, αλλά αντιδρά όπως οποιοδήποτε πρόσωπο που θεωρεί ότι θίγεται η προσωπικότητά του από χαρακτηρισμούς – αξιολογικές κρίσεις. Σε αυτή την περίπτωση διαπράττει ένα θεσμικό ολίσθημα, που πλήττει το κύρος της Δικαιοσύνης περισσότερο από οποιονδήποτε αρνητικό χαρακτηρισμό του λόγου ή του έργου του, ενώ ταυτόχρονα υπονομεύει τον δημόσιο διάλογο σε μια δημοκρατική πολιτεία.