Επιπτώσεις της καταιγίδας φόρων – εισφορών

Εφημερίδα “Έθνος”, 23.2.2016

Η υπερβολική αύξηση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών έχει μια σειρά αρνητικών επιπτώσεων, που αφορούν τόσο την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας όσο και τη συμπεριφορά εργοδοτών και εργαζομένων. Θα προκαλέσει έξαρση της αδήλωτης εργασίας, της εισφοροδιαφυγής και της εισφοροαποφυγής, αποτελεί αντικίνητρο ως προς την αύξηση της απασχόλησης και πλήττει την ασφαλιστική συνείδηση.
 
Παράλληλα, η αλόγιστη αύξηση φόρων και εισφορών εντείνει την οικονομική ανασφάλεια όλων των εργαζομένων, που μετά από έξι χρόνια οικονομικής κρίσης, υπό συνθήκες ελέγχου κεφαλαίων και έχοντας υποστεί αλλεπάλληλα πλήγματα στο εισόδημά τους, αισθάνονται ότι το κράτος τούς έχει απομυζήσει. Η σχέση κράτους-πολίτη μεταμορφώνεται σε εχθρική. Η καταναλωτική συμπεριφορά μεταβάλλεται. Το εργασιακό ήθος υποχωρεί.
 
Ομως το χειρότερο είναι ότι η αύξηση φόρων και εισφορών δεν συνοδεύεται ούτε από αναβάθμιση των κοινωνικών παροχών και των υπηρεσιών που (θα έπρεπε να) καλύπτονται από το κράτος, όπως υγειονομική φροντίδα, εκπαίδευση και κοινωνική προστασία ευάλωτων πληθυσμιακών ομάδων, ούτε από προσδοκία αναβάθμισης των μελλοντικών συντάξεων. Με το προσχέδιο για τη «μεταρρύθμιση» του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης η αρχή της ανταποδοτικότητας υποχωρεί βάναυσα εις βάρος πρωτίστως εκείνων που καταβάλλουν τις υψηλότερες εισφορές για τον μακρύτερο χρόνο.
 
Πρόκειται για μια επιλογή αντίθετη στη λογική του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης, που λειτουργεί ως αντικίνητρο εκπλήρωσης των ασφαλιστικών υποχρεώσεων εργοδοτών και εργαζομένων. Οταν ο εργαζόμενος, κατ’ εξοχήν ο αυτοαπασχολούμενος, θεωρεί ότι οι εισφορές που καταβάλλει σήμερα δεν θα έχουν ουσιαστικό αντίκρισμα στις μελλοντικές συνταξιοδοτικές του παροχές, το αποτέλεσμα είναι να παρεκτρέπεται σε πρακτικές φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής.
 
Οι όροι αύξησης φόρων και εισφορών υπό τις παρούσες συνθήκες οδηγούν αναπότρεπτα σε περαιτέρω καθίζηση της ανάπτυξης και της απασχόλησης, χωρίς να επιτυγχάνεται ούτε αύξηση των εσόδων του κράτους ούτε η βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Πρόκειται για μια επικίνδυνη επιλογή, που βραχυπρόθεσμα θα έχει αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, ενώ μακροπρόθεσμα υπονομεύει ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη προς το κράτος, τη διαγενεακή αλληλεγγύη και την ασφαλιστική συνείδηση, κυρίως των νέων.