ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΛΙΓΑΡΧΙΑ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ

Εφημερίδα Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 13/11/2011

Η ευρωπαϊκή ενοποίηση αποτέλεσε μια διαδικασία σταδιακής εκχώρησης κυριαρχικών αρμοδιοτήτων από τα κράτη-έθνη προς έναν ιδιότυπο, «μεταομοσπονδιακό» οργανισμό, κατά τρόπο ασύμμετρο ως προς τα πεδία και τους τομείς που καταλαμβάνουν οι εν λόγω αρμοδιότητες: ενώ στην οικονομική σφαίρα το ευρωπαϊκό κεκτημένο καλύπτει πλέον, κατεξοχήν μετά την ΟΝΕ, ένα ευρύτατο τμήμα πεδίων παρέμβασης, αντίθετα στο πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο τα επιτεύγματα της ενωσιακής οικοδόμησης εμφανίζονται εξαιρετικά ισχνά.
Αυτή η ασυμμετρία προκαλεί σοβαρούς κινδύνους για την εξέλιξη της ενοποιητικής πορείας. Η ασύμμετρη εμβάθυνση και η εξάπλωση της οικονομικής κρίσης θέτουν «υπαρξιακής» υφής ερωτήματα ως προς τον τρόπο λειτουργίας, τη στοχοθεσία και τις προοπτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εάν το ερώτημα «Πού πάει η Ευρώπη;» είχε κάποιες πιθανότητες να διαλευκανθεί πριν από την κρίση, σήμερα η απάντηση εμφανίζεται ακόμη δυσχερέστερη. Αποδεικνύεται ότι θα έπρεπε πρώτα να έχει οριστικά επιλυθεί, έστω σε αδρές γραμμές, το ζήτημα «ποια Ευρώπη θέλουμε» ή ακόμη ακριβέστερα «προς τι η ενωμένη Ευρώπη», ποια είναι δηλαδή σε τελική ανάλυση τα αίτια δημιουργίας και οι σκοποί που εξυπηρετεί σήμερα το ενωσιακό εγχείρημα. Παράλληλα όμως, και διασταυρούμενη με τα μείζονα ερωτήματα για το σκοπό και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τίθεται μια σειρά εξίσου κρίσιμων πολιτικών ζητημάτων που απαιτείται να απαντηθούν: Μπορεί να εκδημοκρατιστεί το ενωσιακό οικοδόμημα τη στιγμή που δεν είναι δυνατόν να γίνεται λόγος για έναν ευρωπαϊκό δήμο; Οι ενωσιακές ιδιομορφίες είναι συμβατές με το ομοσπονδιακό πρότυπο, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί ιστορικά σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Γερμανία και η Ελβετία, ή ορθότερο θα ήταν να γίνεται λόγος για μια τεθλασμένη πορεία με άδηλα χαρακτηριστικά;
Όμως το ζήτημα δεν είναι μόνον εάν, στο πλαίσιο της ολοένα πιο ανεξέλεγκτης λειτουργίας των αγορών, θα ήταν εφικτό το μοντέλο του δημοκρατικού και κοινωνικού κράτους δικαίου που αναπτύχθηκε στα κράτη-έθνη να μεταφερθεί στο επίπεδο του ενωσιακού οικοδομήματος, έστω μετά από τις αναγκαίες «διορθωτικές» παρεμβάσεις. Εξίσου κρίσιμο είναι το ερώτημα εάν μια τέτοια μεταφορά θα ήταν επιθυμητή ως προς τους θεσμούς του κοινωνικού κράτους, ή εάν το «κοινωνικό έλλειμμα» κατ’ ουσίαν υπήρξε σε σημαντικό βαθμό αποτέλεσμα της βούλησης των εθνικών κρατών με ανεπτυγμένους θεσμούς κοινωνικής προστασίας να διαφυλάξουν το κοινωνικό τους πρότυπο.
Θα ήταν λοιπόν εφικτή και ευκταία η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού χώρου αλληλεγγύης λαμβανομένων υπόψη των τεράστιων αποκλίσεων ανάμεσα στα διαφορετικά εθνικά αναπτυξιακά μοντέλα και συστήματα κοινωνικής προστασίας; Τι σημασία αποκτά η κατοχύρωση κοινωνικών δικαιωμάτων σε ενωσιακό επίπεδο, όταν το κανονιστικό τους περιεχόμενο παραμένει εριζόμενο στα εθνικά κράτη και οι αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραμένουν ισχνές στον κοινωνικό τομέα; Θα ήταν «δημοκρατικότερη» και «κοινωνικότερη» μια Ευρωπαϊκή Ένωση στην οποία θα επιχειρούνταν να εφαρμοστεί ένα πολιτικό σύστημα παρεμφερές της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και του κοινωνικού κράτους όπως διαμορφώθηκαν θεσμικά στο κράτος-έθνος; Και, σε τελική ανάλυση, τι θα σήμαιναν όλα τα προηγούμενα για την εθνική κυριαρχία και κατά πόσον (και πόσα από) τα εθνικά κράτη θα ήταν στο εγγύς μέλλον διατεθειμένα να προχωρήσουν σε ένα τέτοιο βήμα;
Οι διευρυνόμενες ανισότητες τόσο μεταξύ των κρατών-μελών όσο και στο εσωτερικό των κοινωνιών τους υπονομεύουν το δημοκρατικό πρόταγμα και καθιστούν τις αγορές κυρίαρχες. Κυρίαρχος δεν είναι πλέον ο λαός, αλλά οι αγορές που υπαγορεύουν τη βούλησή τους στις πολιτικές ηγεσίες μέσα από αδιαφανείς διαδικασίες. Μια προϊούσα αποσύνθεση του εγχειρήματος για διεύρυνση της πολιτικής αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα σήμαινε τελικά την περιθωριοποίησή της στη διεθνή αρένα και τη συρρίκνωση των πολιτικών και οικονομικών επιλογών. Ενίσχυση όμως της πολιτικής δεν μπορεί να σημαίνει ταυτόχρονα παρά ενίσχυση της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, διαφορετικά δεν θα συνεπαγόταν παρά τη δημιουργία ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού Λεβιάθαν, ηγεμονευόμενου από ένα άτυπο διευθυντήριο ισχυρών κρατών, που δεν συνομιλούν με τον λαό, αλλά με τις αγορές.