Πρώτο Θέμα, 03/06/18
Η Ιταλία τελεί εδώ και αρκετές εβδομάδες σε καθεστώς ακυβερνησίας. Το τελευταίο επεισόδιο στην πολιτική παράλυση αποτέλεσε η πολυσχολιασμένη απόφαση του Ιταλού Προέδρου της Δημοκρατίας Σέρτζιο Ματαρέλα να μπλοκάρει τον διορισμό του ευρωσκεπτικιστή πολιτικού Πάολο Σαβόνα στη θέση του Υπουργού Οικονομικών. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Σαβόνα δεν είναι σε καμία περίπτωση μία προσωπικότητα τύπου Βαρουφάκη, όπως βιάστηκαν ορισμένοι να υποστηρίξουν, αλλά ένας έμπειρος πολιτικός με στέρεες θέσεις και συμβατικές πρακτικές πολιτικής συμπεριφοράς. Ο Πρόεδρος Ματαρέλα, προκειμένου να μην τον διορίσει, επικαλέστηκε τη θεμελιώδη σημασία της συμμετοχής της Ιταλίας στην Ευρωζώνη, η οποία θα μπορούσε να τεθεί υπό απειλή από τον Σαβόνα.
Έχει ήδη χυθεί πολύ μελάνι σχετικά με τη συνταγματικότητα της απόφασης του Προέδρου. Αν και η προεδρική αρμοδιότητα δεν είχε ασκηθεί ποτέ στο παρελθόν με επίκληση πολιτικών λόγων ως προς το πρόσωπο του διοριζόμενου υπουργού, ωστόσο έχει ισχυρά ερείσματα στη συνταγματική τάξη της Ιταλίας, που επιφυλάσσει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας έναν ισχυρότερο ρόλο σε σύγκριση με άλλες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Παρ’ όλα αυτά, ήδη ξέσπασε μία μικρής έκτασης συνταγματική κρίση. Το κυριότερο πρόβλημα αποτελούν όμως οι πολιτικές συνέπειες της προεδρικής απόφασης.
Ο Πρόεδρος Ματαρέλα δεν είναι μία τυχαία προσωπικότητα. Πρώην υπουργός, βουλευτής και δικαστής του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Ιταλίας, ο Ματαρέλα είχε το νομικό κύρος και το πολιτικό σθένος να συγκρουστεί με τον εθνικολαϊκιστικό συνασπισμό του Κινήματος 5 Αστέρων και της ακροδεξιάς Λίγκας. Δεν διέθετε ωστόσο, όπως αποδείχθηκε, την πολιτική ευστροφία να προβλέψει τις μη ηθελημένες επιπτώσεις της απόφασής του, δηλαδή την άμεση επιστροφή της εντολής σχηματισμού κυβέρνησης από τον εκλεκτό των δύο κομμάτων που διαθέτουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και την περιδίνηση της χώρας (και των αγορών) μέχρι τη διεξαγωγή νέων εκλογών.
Αυτές οι επιπτώσεις δεν συγκροτούν παρά την κορυφή του παγόβουνου της πολιτικής, οικονομικής και θεσμικής κρίσης που βαθαίνει επικίνδυνα στην Ιταλία. Η απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας λειτούργησε ως επιχείρημα στον εθνικολαϊκιστικό λόγο των δύο συνεργαζόμενων κομμάτων. Τι θα μπορούσε να φανεί πιο βολικό για τους ακραίους λαϊκιστές από ένα απτό παράδειγμα ότι οι ελίτ εμποδίζουν τους νικητές των πρόσφατων εκλογών να κυβερνήσουν, χρησιμοποιώντας μια αμφισβητούμενη προεδρική αρμοδιότητα που ουδέποτε είχε ασκηθεί κατ’ αυτό τον τρόπο στα 70 χρόνια ισχύος του Ιταλικού Συντάγματος, παρά μόνο σε περιπτώσεις που ο υπό διορισμό υπουργός είχε κάποιο τυπικό κώλυμα;
Το δίπολο ελίτ – λαός, όπου οι ελίτ φέρονται να προκαλούν προσκόμματα στην εκπεφρασμένη λαϊκή βούληση, θα αποτελέσει την αιχμή του προεκλογικού αγώνα των εθνικολαϊκιστών. Στις εκτιμήσεις ψήφου ήδη προεξοφλείται ότι η επικράτησή τους θα είναι ευρύτερη στις ερχόμενες εκλογές. Η Ιταλία δεν είναι όμως μία χώρα που θα τολμούσε κανείς να απειλήσει με έξοδο από την Ευρωζώνη, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας. Παρά το υψηλό δημόσιο χρέος, πρόκειται για μέλος της G7, δηλαδή των επτά βιομηχανικά πιο ανεπτυγμένων οικονομιών της Δύσης. Ο αντιγερμανισμός που καλλιεργήθηκε στην Ιταλία οφείλεται στην εξασθένηση της οικονομίας της μετά τη δημιουργία της Ευρωζώνης, από τη θέση όμως του ισότιμου εταίρου και όχι ενός αδύναμου κρίκου όπως συνέβη με την Ελλάδα ή την Πορτογαλία.
Το αυταρχικό, φασιστικό και ρατσιστικό παρελθόν της Ιταλίας, σε συνάρτηση με τις τεράστιες κοινωνικές ανισότητες, που οξύνθηκαν με την οικονομική κρίση, καθιστούν την Ιταλία ευάλωτη στην εθνικολαϊκιστική επίθεση. Η απειλή για την ενωμένη Ευρώπη είναι τεράστια. Σε τελική ανάλυση, ο Πρόεδρος Ματαρέλα δεν προσέφερε καλές υπηρεσίες στις φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις και στους δημοκρατικούς θεσμούς. Όλα αυτά συνιστούν, εξάλλου, ένα μήνυμα προς τους υποστηρικτές της διεύρυνσης των προεδρικών αρμοδιοτήτων στη χώρα μας.