ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΦΘΟΡΑ

Εφημερίδα, “ΕΘΝΟΣ”, 12/3/2013

Ένα φάντασμα στοιχειώνει την τρικομματική κυβέρνηση. Το φάντασμα της ανεργίας, που σύμφωνα με έγκυρες προβλέψεις στα τέλη του χρόνου θα αγγίξει το 30%. Για τους νέους το ποσοστό αυτό ήδη υπερβαίνει το 50%, ενώ όσοι έχουν διατηρήσει τη θέση εργασίας τους βιώνουν καθεστώς ανασφάλειας, μερικής απασχόλησης και σημαντικής μείωσης αποδοχών.
Πρόκειται για πρωτοφανή δεδομένα στο πεδίο της εργασίας, που επηρεάζουν περισσότερες από τις μισές οικογένειες στη χώρα και αναπόδραστα οδηγούν σε σοβαρές πολιτικές εξελίξεις.
Το κρισιμότερο στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι η επιπλέον αύξηση της διαρθρωτικής ανεργίας το 2014, ακόμη και εάν εμφανιστούν τα πρώτα σημάδια οικονομικής ανάκαμψης. Παράλληλα, καθώς προϋποθέσεις ενίσχυσης της ζήτησης δεν συντρέχουν για το εγγύς μέλλον, μία στις τρεις μικρομεσαίες επιχειρήσεις του εμπορικού κλάδου αναμένεται να διακόψει τη λειτουργία της μέσα στην επόμενη διετία, αφού από το 2009 μέχρι σήμερα ο κύκλος εργασιών τους έχει συρρικνωθεί κατά 37% και η πτώση συνεχίζεται.
Αν συνυπολογιστούν οι απροκάλυπτες ή συγκεκαλυμμένες απολύσεις που προμηνύονται στον δημόσιο τομέα, οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες προδιαγράφονται εκρηκτικές.
Ποια κυβέρνηση θα μπορούσε να αντέξει και για πόσο χρόνο αυτή τη φθορά; Η μόνη ελπίδα της τρικομματικής κυβέρνησης είναι να αποφασιστούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο νέες παρεμβάσεις αντιμετώπισης της ανεργίας, μέτρα προσωρινής απασχόλησης των νέων και ένα δυναμικό πρόγραμμα δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων.
Ωστόσο, ουσιώδεις αποκλίσεις από την υφιστάμενη γραμμή των ευρωπαϊκών ημίμετρων δεν πιθανολογούνται, τουλάχιστον μέχρι τις φθινοπωρινές γερμανικές εκλογές.
Η κυβέρνηση δίνει λοιπόν μία άνιση μάχη με τον χρόνο. Το γεγονός ότι η εναλλακτική πρόταση που προσφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ομιχλώδης και ανεπεξέργαστη, μη εμπνέοντας εμπιστοσύνη στο μεγαλύτερο μέρος της μεσαίας τάξης, δεν σημαίνει ότι το σημερινό κυβερνητικό σχήμα μπορεί να μακροημερεύσει με την ανεργία σε αυτά τα επίπεδα. Τη δυσμενέστερη ωστόσο επίπτωση συνιστά η διαφαινόμενη περαιτέρω ενδυνάμωση της ρατσιστικής ακροδεξιάς.