ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ

Εφημερίδα, “ΕΘΝΟΣ”, 20/8/2013

Εναν µήνα πριν από τις γερµανικές εκλογές η επικράτηση των χριστιανοδηµοκρατών προεξοφλείται. Παρά τις περιοριστικές πολιτικές που ακολούθησε η Α. Μέρκελ ήδη πριν από την εκδήλωση της κρίσης, οι σοσιαλδηµοκράτες απέτυχαν να πείσουν ότι διαθέτουν είτε µια εναλλακτική πρόταση είτε, έστω, την ικανότητα να διαχειριστούν την κυβερνητική εξουσία αποτελεσµατικότερα. Ετσι, το διακύβευµα περιορίζεται σήµερα στο εάν οι φιλελεύθεροι θα πετύχουν την είσοδό τους στη Βουλή, υπερβαίνοντας το εκλογικό όριο του 5%, ώστε να σχηµατιστεί πάλι κυβέρνηση συνεργασίας χριστιανοδηµοκρατών-φιλελεύθερων ή θα µείνουν εκτός Βουλής, µε συνέπεια τη συγκρότηση κυβέρνησης µεγάλου συνασπισµού από τα δύο κόµµατα εξουσίας.
Είναι αξιοσηµείωτο ότι η κυριαρχία της Μέρκελ αποδίδεται σε σηµαντικό βαθµό στην ευρωπαϊκή της πολιτική, που οδήγησε τις χώρες του Νότου και την Ιρλανδία στην αποανάπτυξη και την κοινωνική εξαθλίωση.
Ωστόσο η στρατηγική των χριστιανοδηµοκρατών ουσιαστικά κατέστησε τη Γερµανία ηγεµονική δύναµη στην Ευρώπη, εξαφανίζοντας από το προσκήνιο την ποικιλοτρόπως ελλειµµατική Γαλλία και δηµιουργώντας έναν άξονα πλεονασµατικών κρατών (Ολλανδία, Αυστρία, Φιλανδία) υπό τη γερµανική πρωτοκαθεδρία. Αυτόν το νέο ρόλο της Γερµανίας, που αναδείχθηκε µέσα από την οικονοµική κρίση, φαίνεται να τον πιστώνεται η κυβέρνηση Μέρκελ, τη στιγµή που οι σοσιαλδηµοκράτες εµφανίστηκαν ανήµποροι να διατυπώσουν µε σαφήνεια ένα µήνυµα υπέρ µιας δηµοκρατικής και αλληλέγγυας Ευρώπης, αλλά και υπέρ της χαλάρωσης της δηµοσιονοµικής πειθαρχίας εντός Γερµανίας.
Ταυτόχρονα, η ισχύς της Μέρκελ οφείλεται στην ευελιξία να υιοθετεί τις προτάσεις των αντιπάλων της, οικειοποιούµενη ό,τι αποδεικνύεται ελκυστικό στο εκλογικό ακροατήριο. Ασφαλώς η αδυναµία της σοσιαλδηµοκρατίας δεν αποτελεί µόνο γερµανικό φαινόµενο, αλλά ευρωπαϊκό. Η εφαρµογή αµιγώς νεοφιλελεύθερων πολιτικών τόσο από τον προκάτοχο της καγκελαρίας Σρέντερ όσο και από κάθε κοπής σοσιαλιστές, ξεκινώντας από τους Μπλερ και Μπράουν και καταλήγοντας στον Γ. Παπανδρέου, κατέστησε αναξιόπιστο τον λόγο της Κεντροαριστεράς. Το πρόταγµα του καπιταλισµού µε ανθρώπινο πρόσωπο ή του σοσιαλισµού µε δηµοκρατία δεν εκφέρεται πλέον προνοµιακά από τους σοσιαλδηµοκράτες, αλλά από κόµµατα της ριζοσπαστικής Αριστεράς.