Οι εκπλήξεις της συνταγματικής αναθεώρησης

Τα Νέα, 14/03/19

Από την ψηφοφορία που θα πραγματοποιηθεί σήμερα στη Βουλή για την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης της συνταγματικής αναθεώρησης φαίνεται να προκύπτει ένα αποτέλεσμα που λίγοι μπορούσαν να προβλέψουν πριν από λίγες εβδομάδες. Όλα δείχνουν ότι τέσσερα κρίσιμα άρθρα για τη λειτουργία του πολιτικού μας συστήματος θα υπερψηφιστούν με ευρύτατη πλειοψηφία, που θα υπερβαίνει κατά πολύ τις 180 ψήφους, με τη στήριξη τόσο της κυβερνητικής πλειοψηφίας όσο και της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Πιο συγκεκριμένα, τα άρθρα αυτά ρυθμίζουν την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, την ποινική ευθύνη των υπουργών, τη βουλευτική ασυλία και την ανάδειξη των μελών των ανεξάρτητων αρχών.
Ποιες είναι οι θεσμικές και πολιτικές συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης; Κατ’ αρχάς η επίτευξη αυτών των αυξημένων πλειοψηφιών ως προς τα τέσσερα αυτά κρίσιμα άρθρα συνεπάγεται ότι η αναθεωρητική Βουλή που θα αναδειχθεί μετά τις ερχόμενες εκλογές θα έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει στην τροποποίηση των άρθρων αυτών με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών, δηλαδή θα αρκούν 151 ψήφοι. Αυτό σημαίνει ότι, αν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις, η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση, ενδεχομένως με τη σύμπραξη ενός μικρού αριθμού βουλευτών, θα μπορεί κατά βούληση να διαμορφώσει το περιεχόμενο των άρθρων αυτών, χωρίς να απαιτείται να συναινέσει η αξιωματική αντιπολίτευση. 
Τη θεσμική τομή και, παράλληλα, τη μεγάλη πολιτική είδηση, αν επιβεβαιωθούν τα προηγούμενα, αποτελεί ότι η επόμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα έχει τη δυνατότητα να αναθεωρήσει το άρθρο 32, έτσι ώστε να απεμπλακεί η προεδρική εκλογή από το ενδεχόμενο πρόωρης διάλυσης της Βουλής. Άρα η εκλογή Προέδρου, που θα πραγματοποιηθεί τον ερχόμενο Ιανουάριο, δεν θα συνιστά πλέον ένα υπερόπλο στα χέρια της αξιωματικής αντιπολίτευσης για την προκήρυξη πρόωρων εκλογών. Ένα τέτοιο σενάριο αποτελεί πάντα ωρολογιακή βόμβα για την εκάστοτε κυβέρνηση και, πολύ περισσότερο, για την κυβέρνηση που θα προκύψει από τις ερχόμενες εκλογές, αφού οι μεθεπόμενες εκλογές θα πραγματοποιηθούν με το σύστημα απλής αναλογικής που θεσμοθέτησε πριν από λίγους μήνες ο ΣΥΡΙΖΑ. 
Θα αναρωτηθεί κανείς, γιατί να εκχωρήσει μια τέτοια δυνατότητα στην επόμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού μπορεί κάλλιστα να αποσύρει έναν αριθμό βουλευτών του από την ψηφοφορία για τα κρίσιμα άρθρα; Το πράττει για λόγους πολιτικής αξιοπιστίας, υπερβαίνοντας τον κακό του θεσμικό εαυτό; Μήπως θρέφει την ψευδαίσθηση ότι θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές; Ή προσδοκά ότι οι κατευθύνσεις της παρούσας Βουλής θα δεσμεύσουν το περιεχόμενο των διατάξεων που θα τροποποιήσει η επόμενη Βουλή; 
Τίποτα από όλα αυτά. Στην πραγματικότητα προκρίνει ως μείζονος σημασίας να ρίξει τη Νέα Δημοκρατία με το τυρί της αναθεώρησης της προεδρικής εκλογής στη φάκα της πενταετούς συνταγματικής προθεσμίας για την έναρξη μίας νέας αναθεωρητικής διαδικασίας. Έτσι θα αποτρέψει την επόμενη πλειοψηφία από το να ξεκινήσει άμεσα μία νέα διαδικασία αναθεώρησης, στην οποία θα υιοθετηθούν αλλαγές μείζονος ιδεολογικοπολιτικής βαρύτητας όπως η αναθεώρηση του άρθρου 16 για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων και η κατοχύρωση του λεγόμενου χρυσού δημοσιονομικού κανόνα που πρότεινε η Νέα Δημοκρατία. Την τελευταία λέξη μπροστά σε αυτό το δίλημμα θα έχει βέβαια η κυβερνητική πλειοψηφία που θα προκύψει από τις ερχόμενες εκλογές.