Τα Νέα, 09/02/19
Η ριζοσπαστική-κινηματική Αριστερά παραδοσιακά αντιμετωπίζει τον κοινοβουλευτισμό αν μη τι άλλο με αμφιθυμία. Η κριτική και η διαμαρτυρία από τον ΣΥΡΙΖΑ, κατά την περίοδο άσκησης αντιπολίτευσης, δεν περιορίστηκαν σε πρόσωπα, πολιτικές συμπεριφορές ή στη λειτουργία του κράτους, αλλά υπό τας γραμμάς έθεσαν υπό αμφισβήτηση τους ίδιους τους θεσμούς της κοινοβουλευτικής, «αστικού τύπου» δημοκρατίας.
Στο επίκεντρο αυτής της κριτικής τέθηκαν το Κοινοβούλιο και οι βουλευτές. Ως εραστές της ρήξης με τον κοινοβουλευτισμό, οι εκπρόσωποι της ριζοσπαστικής Αριστεράς εμφανίσθηκαν μεν, ως κυβέρνηση πια, να διατρανώνουν ότι είναι «κάθε λέξη του Συντάγματος», στην πραγματικότητα όμως λειτούργησαν με περιφρόνηση για τη διαβουλευτική λογική των κοινοβουλευτικών θεσμών. Επιχειρώντας να ταυτιστούν με το Σύνταγμα, αυτό που υπονόησαν ήταν ότι ο θεμελιώδης νόμος δεν είναι παρά ένα εργαλείο στα χέρια των κρατούντων, ταυτισμένο με αυτούς, και όχι το κανονιστικό πλαίσιο που θεσπίστηκε ακριβώς για να περιορίζει την άσκηση της εξουσίας τους.
Η επιτυχία των κοινοβουλευτικών θεσμών συναρτάται με μια συγκεκριμένη συνταγματική και πολιτική κουλτούρα. Όταν αυτή απουσιάζει ή υπονομεύεται, οι κανόνες του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού δοκιμάζονται. Η λανθάνουσα ή δεδηλωμένη αμφισβήτηση της φιλελεύθερης, αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας εν ονόματι της αναδιανομής εξουσιών, πόρων και προνομίων υπέρ ημετέρων λαμβάνει τη μορφή της καταστρατήγησης, του ευτελισμού ή της αλλοίωσης των κοινοβουλευτικών θεσμών.
Η μαεστρία με την οποία διαρρήχθηκαν οι κοινοβουλευτικές ομάδες των μικρότερων αντιπολιτευόμενων κομμάτων στο περιθώριο της Συμφωνίας των Πρεσπών υποκρύπτει επίσης μια κυνική προσέγγιση του κοινοβουλευτικού συστήματος. Η αντικατάσταση της ιδεολογικά ανερμάτιστης κυβερνητικής συμμαχίας ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ από μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία-κουρελού δεν αποτελεί παρά την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Όμως οι νομικές ακροβασίες ως προς τη θέση των αποσχισθέντων (ή αποστατών;) βουλευτών στο κοινοβουλευτικό οικοδόμημα δεν έχουν ιστορικό προηγούμενο.
Τι σημαίνει ότι έξι ανεξαρτητοποιηθέντες βουλευτές στηρίζουν την κυβέρνηση, επιθυμούν να προσμετρηθούν στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αλλά ορισμένοι από αυτούς ανήκουν και στην υπό διάλυση κοινοβουλευτική ομάδα του αντιπολιτευόμενου πλέον τέως κυβερνητικού εταίρου, ενώ ταυτόχρονα εκπροσωπούνται από τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ στις εκάστοτε κρίσιμες ψηφοφορίες; Πόσο πιο χαμηλά μπορούν να πέσουν οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες όταν ένας βουλευτής υποστηρίζει ότι τον έστειλαν για γκαζόζα, ως πρόσχημα αποχής από ψηφοφορίες και άρα ως μέσο πίεσης προς την κυβέρνηση από τον πρώην εταίρο της για να μεθοδευθεί η επιβίωση της κοινοβουλευτικής του ομάδας; Πόση θεσμική ανευθυνότητα αποκαλύπτει η κατά παραγγελία έναρξη μιας συζήτησης για την τροποποίηση ή επανερμηνεία του Κανονισμού της Βουλής με αποκλειστικό κριτήριο την εξυπηρέτηση σκοτεινών συμφωνιών μεταξύ των πρώην κυβερνητικών εταίρων; Πώς οργανώνεται αυτός ο κοινοβουλευτισμός της γκαζόζας, που εκφυλίζει κάθε έννοια πολιτικής αξιοπιστίας και τι θέαμα προσφέρει στους πολίτες;
Η υπονόμευση του κοινοβουλευτισμού εκκινεί από το δήθεν ριζοσπαστικό ιδεολόγημα της αδιαμεσολάβητης πολιτικής συμμετοχής και από τη λογική των «λαϊκών συνελεύσεων», ως βασικών συστατικών του συνταγματικού λαϊκισμού. Πρόκειται για μία αντίληψη που προσεγγίζει τη συμμετοχή και την αντιπροσώπευση ως αντιθετικό ζεύγμα. Όμως η συμμετοχή δεν αντιτίθεται στην αντιπροσώπευση και τον κοινοβουλευτισμό, αλλά στην αποχή και τον αντισυστημικό ακροδεξιό λόγο.
Ο κοινοβουλευτισμός της γκαζόζας απωθεί τους πολίτες. Η αδιαφάνεια, οι παρακοινοβουλευτικές μεθοδεύσεις και η παραχάραξη των κανόνων αντιπροσώπευσης εξυπηρετούν μόνον εκείνους που επιδιώκουν μία ανέλεγκτη εξουσία, χωρίς θεσμικά αντίβαρα και δικαιοκρατικά αντισταθμίσματα. Η δυσπιστία που καλλιεργείται απέναντι στον κοινοβουλευτισμό μπορεί να θεραπευτεί μόνο με περισσότερο και καλύτερο κοινοβουλευτισμό, όχι με την μετατροπή της Βουλής σε κέντρο μικροπολιτικών συναλλαγών. Μία ξεθυμασμένη κοινοβουλευτική γκαζόζα επιτείνει την κρίση του πολιτικού συστήματος.