Συνέντευξη στην Αθηνά Κοροβέση, 08.01.2018, στον ιστότοπο: ysterografa.gr
“Οι ιδέες έχουν τη δική τους ζωή”, θα διαβάσουμε στις πρώτες σελίδες του τελευταίου του βιβλίου. Μία φράση που καθορίζει την ίδια του την κοσμοθεωρία. Ο λόγος για τον Ξενοφώντα Κοντιάδη, καθηγητή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και πρόεδρο του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου. Η βαρύτητα του ονόματος του Δημήτρη Θ. Τσάτσου, εκ των κορυφαίων συνταγματολόγων που γνώρισε η χώρα μας, αντικατοπτρίζεται στο έργο του μαθητή του, Ξενοφώντα Κοντιάδη. Ήταν άλλωστε ο εκλεκτός του, ως συνεχιστής του στην προεδρία του Ιδρύματος, λίγα χρόνια πριν φύγει από τη ζωή.
Ο γεννηθείς στη Χαϊδελβέργη της Γερμανίας, Ξενοφών Κοντιάδης, σπούδασε νομικά στην Αθήνα και το Μόναχο. Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, ασκεί τη δικηγορία από το 1992. Αν κάτι τον χαρακτηρίζει περισσότερο, αυτό δεν είναι παρά η ιδιότητα του καθηγητή. Έχοντας περάσει από σημαντικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ελλάδας, σήμερα βρίσκεται στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, και συγκεκριμένα στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης, όπου και διδάσκει από τον Σεπτέμβριο του 2016.
Πέρα από το μεγάλο ερευνητικό έργο του Ξενοφώντα Κοντιάδη, το οποίο επεκτείνεται και εκτός συνόρων, και την προωθητική ενασχόλησή του με τον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υπάρχει ακόμη ένας τρόπος για να τον ανακαλύψει κάποιος. Και σε αυτό το σημείο, επανερχόμαστε στην πρώτη πρόταση του εισαγωγικού αυτού σημειώματος για την συνέντευξη που ακολουθεί. Στη “δύναμη των ιδεών” που εισάγει τον αναγνώστη στις σελίδες του τελευταίου συγγραφικού του πονήματος “Η Σοσιαλδημοκρατία σήμερα”, το οποίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις.
Ο σοβαρός διάλογος για την ανανέωση του σοσιαλδημοκρατικού προτάγματος πανευρωπαϊκά ήταν ένα από τα βασικά κίνητρα για τη συγγραφή του βιβλίου, όπως μας εξηγεί ο καθηγητής Ξενοφώντας Κοντιάδης στη συνέντευξη που παραχωρεί στα “Υστερόγραφα”, από το γραφείο του στο Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου. Τη διακόσμηση του οποίου δεν άλλαξε ποτέ, αλλά προτίμησε να την κρατήσει ίδια όσα χρόνια βρίσκεται στο τιμόνι του Κέντρου, προς ενθύμηση του μεγάλου του δασκάλου. Ίσως γιατί τελικά οι διαδρομές τους θυμίζουν κάτι από “Βίους Παράλληλους”.
Στις 230 σελίδες του βιβλίου του, ο Ξενοφών Κοντιάδης επιχειρεί να δώσει στον αναγνώστη την ευκαιρία να κατανοήσει τι υπάρχει πίσω από τον όρο “Σοσιαλδημοκρατία”, με τον συγγραφέα να την περιγράφει ως “μια ιδέα σε κίνηση”.
Και η συνέντευξη που ακολουθεί, μας δίνει την ευκαιρία να ανακαλύψουμε τον Ξενοφώντα Κοντιάδη ως νομικό, καθηγητή και ενεργό πολίτη…
Κύριε καθηγητά, θα ήθελα να ξεκινήσω αυτήν τη συνέντευξη από το τελευταίο σας βιβλίο, που κυκλοφόρησε λίγους μόλις μήνες πριν, τον Σεπτέμβριο του 2017 από τις Εκδόσεις Πόλις, και αφορά στη “Σοσιαλδημοκρατία σήμερα”, όπως φανερώνει και ο τίτλος. Όπως μου έχετε αναφέρει το συγγράψατε μέσα στο καλοκαίρι. Η έκδοση του βιβλίου ήταν κάτι που σχεδιάζατε καιρό, ή επισπεύσθηκε ακριβώς λόγω των εξελίξεων στην Κεντροαριστερά στη χώρα μας;
Ασφαλώς οι διεργασίες στον χώρο της Κεντροαριστεράς ήταν ένα επιπλέον κίνητρο για τη συγγραφή του βιβλίου. Το κυριότερο ήταν όμως ότι στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη διεξάγεται το τελευταίο διάστημα ένας σοβαρός διάλογος για την ανανέωση του σοσιαλδημοκρατικού προτάγματος. Μετά την αρχική αμηχανία που προκάλεσε η οικονομική κρίση, η σοσιαλδημοκρατία επιχειρεί να ανασυνταχθεί. Ειδικά στην Ελλάδα, που δεν διαθέτει ισχυρή σοσιαλδημοκρατική παράδοση, καθώς το ΠΑΣΟΚ μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990 κράτησε σημαντικές αποστάσεις από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, η επίκληση του σοσιαλδημοκρατικού αξιακού και προγραμματικού λόγου υπήρξε μέχρι πρόσφατα αποσπασματική. Έτσι, κρίσιμες ιδεολογικές αρχές και εννοιολογικές αποχρώσεις εμφανίζονται διφορούμενες ή δεν έχουν αναδειχθεί επαρκώς. Με το βιβλίο επιχειρώ να αποσαφηνίσω τους κρίσιμους όρους και τις διαχωριστικές γραμμές από τα άλλα πολιτικά ρεύματα ενόψει αυτής της συζήτησης.
Δίνετε ιδιαίτερο βάρος στη δύναμη των ιδεών, κάτι που ο αναγνώστης του βιβλίου, το αντιλαμβάνεται από τις πρώτες κιόλας σελίδες. Στην Ελλάδα του σήμερα, με το πολιτικό τοπίο να είναι ρευστό, με πoιό τρόπο θα μπορούσαν οι ιδεολογίες να συμβάλλουν στο να αποκτήσουν ξανά οι πολίτες την χαμένη τους εμπιστοσύνη προς το πολιτικό σύστημα; Και μιας και το θέμα μας είναι η Σοσιαλδημοκρατία, πώς αυτή η «δύναμη των ιδεών» μπορεί να εκφραστεί μέσω της ψήφου προς τον νέο φορέα της Κεντροαριστεράς;
Όπως αναλύεται στο βιβλίο, η σοσιαλδημοκρατία είναι μια ιδέα σε κίνηση. Άρα μια ιδέα που δεν φιλοδοξεί να τεθεί ως οριστική αλήθεια, αλλά αποσκοπεί να μεταβάλει τις κοινωνίες που ζούμε εξελισσόμενη ταυτόχρονα η ίδια. Το βιβλίο αναλύει την εξέλιξη της σοσιαλδημοκρατίας, τις κεντρικές θέσεις της για τα μεγάλα προβλήματα που απασχολούν τις σύγχρονες κοινωνίες και τη διαμάχη με τις αντιλήψεις τόσο της νεοφιλελεύθερης-νεοσυντηρητικής Δεξιάς όσο και της ριζοσπαστικής ή μαρξιστικής Αριστεράς. Έτσι, προσπαθώ να απαντήσω σε ερωτήματα όπως: τι συγγένειες και τι αποκλίσεις υπάρχουν ανάμεσα στη ριζοσπαστική Αριστερά και τη σοσιαλδημοκρατία; Ποιες πολιτικές συνεργασίες κρίνονται ως «φυσιολογικές» και ποιες (πρέπει να) θεωρούνται «ανίερες»; Υπάρχουν «βέβηλες» συμμαχίες ή όλα επιτρέπονται; Πού οφείλεται η ενίσχυση των άκρων, ο κατακερματισμός της ψήφου και η γοητεία του αντισυστημικού λόγου στις μετανεωτερικές ευρωπαϊκές δημοκρατίες; Έχουν ακόμη αξία οι πολιτικές ιδεολογίες ή ζούμε το τελευταίο ψυχορράγημά τους, αφού οι άνθρωποι πείστηκαν ότι η χρήση τους συνεπάγεται αγώνες χωρίς αντίκρισμα για τους ίδιους, εις όφελος συγκεκριμένων ομάδων; Για τους πολίτες που αισθάνονται το βάρος της ευθύνης για τις επιλογές τους (και για την ψήφο τους) πιστεύω ότι είναι χρήσιμο να παρακολουθήσει τη συζήτηση πάνω σε αυτά τα ερωτήματα.
Κοντιάδης, Ξ. (2017). Η Σοσιαλδημοκρατία σήμερα. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις
Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου, το Ίδρυμα Friedrich-Ebert-Stiftung και οι εκδόσεις ΠΟΛΙΣ συνδιοργανώνουν εκδήλωση–ανοικτή συζήτηση με θέμα «Ποιό μέλλον για τη Σοσιαλδημοκρατία;», την Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2018 και ώρα 18:00, στο Ινστιτούτο Goethe Αθηνών.
Δεδομένου ότι η συγγραφή του βιβλίου πραγματοποιήθηκε πριν τις εκλογές για τον νέο φορέα της Κεντροαριστεράς, και σε ευρωπαϊκό επίπεδο ελάχιστα πριν τις εκλογές στη Γερμανία, τις οποίες ακολούθησαν οι εφιαλτικές διαπραγματεύσεις για το πολιτικό μέλλον της χώρας, αυτά τα γεγονότα θα σας έκαναν να αναθεωρήσετε κάτι που έχετε γράψει στο βιβλίο σας;
Εδώ και αρκετά χρόνια η σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται σε υποχώρηση. Το επιβλητικό της έργο στη μεταπολεμική Ευρώπη αποδομείται, υποτιμάται ή απαξιώνεται. Τα εκλογικά της ποσοστά φθίνουν σταθερά τις τελευταίες δεκαετίες. Κρίσιμο είναι επίσης ότι επωμίστηκε το μεγαλύτερο μερίδιο πολιτικής φθοράς από την οικονομική κρίση του 2008 και ότι φαίνεται να αποσαθρώνονται, αργά αλλά σταθερά, οι κοινωνικές/ταξικές αναφορές της. Το κυριότερο πρόβλημα είναι όμως, κατά τη γνώμη μου, ότι αλλοιώνεται το μήνυμα που εκπέμπει και αποδυναμώνεται το αξιακό της φορτίο. Ωστόσο, η συγκυρία ή τα αρνητικά εκλογικά αποτελέσματα δεν αποτελούν λόγο για να απεμπολήσει κανείς τις αρχές, τις αξίες, τα επιτεύγματα και την προοπτική της σοσιαλδημοκρατίας. Προσωπικά θεωρώ ότι η σοσιαλδημοκρατία είναι σήμερα πιο επίκαιρη παρά ποτέ. Απέναντι στην αγοραία λογική των δεξιών ρευμάτων, που οδήγησαν σε διεύρυνση των ανισοτήτων σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, αλλά και στην λαϊκιστική «αυταπάτη» της ριζοσπαστικής Αριστεράς, η σοσιαλδημοκρατία προτείνει ένα πραγματιστικό πολιτικό σχέδιο που συνδυάζει την ανάπτυξη με την αύξηση της απασχόλησης και τη μείωση των ανισοτήτων.
Συζητώντας για τις πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία, και αντιλαμβανόμενη τη συναισθηματική σχέση που σας συνδέει με τη χώρα, καθότι έχετε γεννηθεί στη Χαϊδελβέργη, εν συνέχεια πραγματοποιώντας νομικές σπουδές, εκτός από την Αθήνα, και στο Μόναχο, και όντας φυσικά υπέρμαχος της Σοσιαλδημοκρατίας, σας λυπεί η εικόνα του SPD αναφορικά με το αποτέλεσμα των εκλογών του Σεπτεμβρίου; Και συνακόλουθα, η στάση που επέδειξε ο Μάρτιν Σουλτς, που παρ΄ολίγον να οδηγήσει σε ναυάγιο τις διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης από τις πρώτες κιόλας ημέρες των σχετικών συζητήσεων;
Το SPD κατέγραψε πράγματι στις εκλογές του Σεπτεμβρίου το χαμηλότερο εκλογικό του ποσοστό μεταπολεμικά. Κατ’ ουσίαν για το αποτέλεσμα αυτό ευθύνεται η συγκυβέρνηση με το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα της κυρίας Μέρκελ, αλλά και η άνοδος του ακροδεξιού, ξενοφοβικού και λαϊκιστικού κόμματος AFD. Ωστόσο, μπροστά στον κίνδυνο της ακυβερνησίας, το SPD έχει επιδείξει διαχρονικά υπευθυνότητα και επίγνωση των ιστορικών διακυβευμάτων. Ας μην ξεχνάμε ότι το SPD ήταν εκείνο που τη δεκαετία του 1930 προσπάθησε να εμποδίσει την άνοδο του Χίτλερ μέσα από την πολιτική των συμμαχιών, την οποία αν είχαν ακολουθήσει και άλλα αντιναζιστικά κόμματα η ιστορία θα είχε ίσως σήμερα γραφτεί διαφορετικά. Η ηγεσία του SPD και ο Μάρτιν Σουλτς βρίσκονται στο δίλημμα ανάμεσα στην ανάληψη του πολιτικού κόστους της συγκυβέρνησης και στην επιλογή να οδηγηθεί η χώρα σε νέες εκλογές, με εξαιρετικά απρόβλεπτα αποτελέσματα. Το πιο σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, είναι να επιτύχει το SPD αφενός να αναδείξει τις τεράστιες διαφορές που το χωρίζουν τόσο από τους χριστιανοδημοκράτες όσο και από τα λαϊκιστικά κόμματα της Δεξιάς και της Αριστεράς και αφετέρου, εάν τελικά συμμετάσχει στον μεγάλο συνασπισμό με τους χριστιανοδημοκράτες, να επιβάλει ένα σοσιαλδημοκρατικό προγραμματικό πλαίσιο ως προϋπόθεση για τη συνεργασία αυτή.
Κύριε καθηγητά, έχοντας διδάξει σε πολλά Πανεπιστήμια της Ελλάδας, και έχοντας συναναστραφεί με πληθώρα φοιτητών, πολλοί από τους οποίους θα ήταν σίγουρα πολιτικοποιημένοι, θα ήθελα να σας ρωτήσω, κατά πόσο έχουν αλλάξει οι ισορροπίες στη διαμόρφωση πολιτικής σκέψης και κουλτούρας από την φοιτητική κοινότητα τα τελευταία χρόνια, όπου η Ελλάδα εισήλθε στην παρατεταμένη περίοδο των μνημονίων και της οικονομικής κρίσης, και εν συνεχεία, σε μία κρίση πολιτικών αξιών, όπου παρατηρήθηκε και μεγάλη στροφή προς στην ακροδεξιά πλευρά του πολιτικού φάσματος. Ως ακαδημαϊκός, πού εντοπίζετε εσείς το πρόβλημα της ανωτέρω κατάστασης;
Η δυσπιστία της κοινωνίας προς την πολιτική τάξη εκδηλώνεται με δύο τρόπους: αφενός ενισχύονται οι αντισυστημικές παρατάξεις, που καταγγέλλουν συλλήβδην το πολιτικό σύστημα, και αφετέρου καταγράφεται η προτίμηση προς τεχνοκράτες όχι μόνο για τη διαχείριση ειδικών θεμάτων δημόσιας πολιτικής, αλλά συνολικά για την άσκηση κυβερνητικής εξουσίας. Η απαξίωση της πολιτικής και του πολιτικού προσωπικού εκφράζεται άρα με την ενδυνάμωση των πολιτικών άκρων και με την υποχώρηση της δημοκρατικής υπέρ της τεχνοκρατικής νομιμοποίησης της εξουσίας. Έτσι όμως αποδομούνται καταστατικές αρχές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και αντικαθίστανται από το ιδεολόγημα ότι ο κοινοβουλευτισμός είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένος με τις σχέσεις πατρωνείας-πελατείας, τη διαφθορά, την κακοδιοίκηση και την αναξιοκρατία. Η απόδοση ευθυνών για την αποδυνάμωση της οικονομίας και της κοινωνικής συνοχής δεν συντελείται απλά με την απαίτηση για ανανέωση της πολιτικής τάξης και επανίδρυση των συστημικών κομμάτων, αλλά με την εκ βάθρων αμφισβήτηση του πολιτειακού πλαισίου. Ειδικά για τους νέους η απαξίωση της πολιτικής εμφανίζεται ακόμη εντονότερη. Σε αυτό το πλαίσιο είναι σημαντικό να αναδειχθούν οι κίνδυνοι της αποπολιτικοποίησης, της ιδιωτικοποίησης και της στροφής προς τα άκρα και να διαμορφώσουν οι νέοι άνθρωποι κριτήρια αξιολόγησης των πολιτικών φαινομένων και δημοκρατικά αντανακλαστικά.
Θα ήθελα να μείνω στη συζήτηση περί Σοσιαλδημοκρατίας, και να σας ρωτήσω το ακόλουθο: αν σας ζητούσε ένας φοιτητής σας να τον πείσετε με λίγα λόγια γιατί πρέπει να επιλέξει την πολιτική οδό της Σοσιαλδημοκρατίας, εκτός από να τον παραπέμψετε φαντάζομαι στο βιβλίο σας όπου αναλύετε εκτενώς τη σκέψη σας σε μία ευανάγνωστη ροή, τί θα του λέγατε εν συντομία;
Θα του έλεγα κυρίως δύο πράγματα: Πρώτον ότι το πολιτικό πρόγραμμα της σοσιαλδημοκρατίας περιλαμβάνει, ήδη από τον 19ο αιώνα, όλες τις μεγάλες θεσμικές και κοινωνικές διεκδικήσεις που επιτεύχθηκαν σταδιακά τον 20ό αιώνα, όπως καθολικότητα της ψήφου, δωρεάν εκπαίδευση και ιατρική περίθαλψη, οκτάωρη εργασία, κοινωνική ασφάλιση, προοδευτική φορολογία, κατάργηση των διακρίσεων εις βάρος των γυναικών. Και ότι η προάσπιση αυτών των επιτευγμάτων αποτελεί σήμερα μια μεγάλη πρόκληση. Δεύτερον, ότι η σοσιαλδημοκρατία συνθέτει και εξισορροπεί επιμέρους αξίες, όπως την ελευθερία, την ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη. Σε αντίθεση προς τον φιλελευθερισμό, δεν επικαλείται την ελευθερία ως απόλυτο ιδανικό· και, σε αντίθεση προς τον κομμουνισμό, δεν αποδέχεται την ισότητα στην απώτατη εκδήλωσή της ως εξισωτισμό. Σύμφωνα με τη σοσιαλδημοκρατική αντίληψη, οι αξίες αυτές αλληλοσυμπληρώνονται, χωρίς να αναιρεί η μια την εφαρμογή της άλλης.
Διδάσκετε επίσης στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης. Στην αρθρογραφία σας, έχετε αναφερθεί στη δημοσιοϋπαλληλία, τονίζοντας ότι πρέπει να αντιμετωπίζεται ως λειτούργημα. Μέσω της δικής σας τριβής, παρατηρείτε στην πράξη στρέβλωση του παραπάνω; Η διόρθωση μιας τέτοιας στρέβλωσης, αποτελεί πρόταγμα της Σοσιαλδημοκρατίας;
Η περίοδος της κρίσης οδήγησε σε οριζόντιες περικοπές των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίες δεν συνοδεύθηκαν δυστυχώς από τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Αντίθετα είδαμε την απαξίωση του Δημοσίου και την καταβαράθρωση της ηθικής αξίας των δημοσίων λειτουργών. Νομίζω ότι το πρωτεύον αυτή τη στιγμή είναι να προωθηθεί μια σειρά αλλαγών που θα αναβαθμίσουν το Δημόσιο κα το status των δημοσίων υπαλλήλων. Οι συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, η δημιουργία δικτύων διακυβέρνησης στη θέση των παραδοσιακών ιεραρχικών δομών, η οργανωσιακή ευελιξία και η καθιέρωση δεικτών, στόχων και κινήτρων στη δημόσια διοίκηση αποτελούν μεταρρυθμίσεις που προωθήθηκαν από τις σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις ως μια ενδιάμεση επιλογή μεταξύ των νεοφιλελεύθερων ιδιωτικοποιήσεων και του σπάταλου και αναποτελεσματικού κρατικιστικού πατερναλισμού. Η σύνδεση της χρηματοδότησης με την επίτευξη μετρήσιμων αποτελεσμάτων στις δημόσιες υπηρεσίες, η κατάργηση περιττών βαρών που δυσχέραιναν την επιχειρηματικότητα, οι νέες εφαρμογές της ηλεκτρονικής διοίκησης, που συμβάλλουν στην ταχύτητα, την οικονομικότητα και την αντιμετώπιση φαινομένων διαφθοράς, αποτελούν μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις που δεν αποδομούν αλλά βελτιώνουν το κράτος. Σε αυτή την κατεύθυνση πιστεύω ότι πρέπει να κινηθεί η πολιτεία.
Πέραν της ακαδημαϊκής σας ιδιότητας, είστε Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου. Θέση στην οποία διαδεχθήκατε τον δάσκαλό σας, έναν εκ των κορυφαίων Ελλήνων συνταγματολόγων, τον Δημήτρη Τσάτσο. Πόσο μεγάλο είναι το “βάρος” μιας τέτοιας παρακαταθήκης, ως συνεχιστής του έργου του Δημήτρη Τσάτσου; Και ποιά θα θέλατε να είναι η δική σας υστεροφημία στο Ίδρυμα;
Το Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου είναι ένα από τα πιο δραστήρια ευρωπαϊκά (μη κερδοσκοπικά) ερευνητικά ιδρύματα. Το Κέντρο ιδρύθηκε το 1995 από τον καθηγητή και πολιτικό Δημήτρη Τσάτσο, επιδιώκοντας να συμβάλει στην προαγωγή των δημοκρατικών θεσμών και του κοινωνικού κράτους δικαίου, στην εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης και στην ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας, με σεβασμό στις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες κάθε κράτους. Μέχρι σήμερα έχει αναλάβει προγράμματα έρευνας, συμβουλευτικής υποστήριξης και παροχής θεσμικής τεχνογνωσίας στην Ελλάδα και σε περισσότερες από 25 ακόμη χώρες, ενώ ταυτόχρονα έχει δημιουργήσει ένα ευρύ δίκτυο συνεργαζόμενων φορέων και εμπειρογνωμόνων σε όλο τον κόσμο. Το Κέντρο διαθέτει ειδικό συμβουλευτικό καθεστώς (special consultative status) στο Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο (ECOSOC) του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Στα πεδία ενδιαφέροντός του το Κέντρο μετέχει με καθεστώς παρατηρητή στις δραστηριότητες διεθνών οργανισμών. Οι δραστηριότητες του Κέντρου περιλαμβάνουν την επιστημονική έρευνα σε συγκεκριμένα θεματικά πεδία, την υλοποίηση προγραμμάτων παροχής θεσμικής τεχνογνωσίας, τη συμβουλευτική υποστήριξη, την εκπαίδευση, τη διοργάνωση συνεδρίων και ημερίδων, την έκδοση επιστημονικών μονογραφιών, μελετών και συλλογικών τόμων. Για μένα ήταν μεγάλη τιμή και πρόκληση να διαδεχθώ το 2006 στην προεδρία του Κέντρου τον δάσκαλό μου Δημήτρη Τσάτσο και να αναλάβω το βάρος για τη συνέχιση του έργου του. Η διεύρυνση των δραστηριοτήτων του Κέντρου, το άνοιγμα σε νέους επιστήμονες, η περαιτέρω ανάπτυξη των διεθνών συνεργασιών και των ακαδημαϊκών δικτύων στον ευρωπαϊκό χώρο θα αποτελέσουν το μέτρο της επιτυχίας όχι μόνο για μένα αλλά για όλη την ομάδα των συνεργατών του Κέντρου. Από τη φετινή δουλειά μας θα ήθελα να ξεχωρίσω την έκδοση από το Κέντρο, σε συνεργασία με τις εκδόσεις Σάκκουλα, ενός επιβλητικού τόμου 2.000 σελίδων με την κατ’ άρθρον ερμηνεία του Συντάγματος, ένα πολύτιμο έργο που για πρώτη φορά επιτυγχάνεται στη χώρα μας και για το οποίο πιστεύω ότι ο Δημήτρης Τσάτσος θα ήταν ιδιαιτέρως υπερήφανος.
Η επαγγελματική και πολιτική σταδιοδρομία του Δημήτρη Τσάτσου σας επηρέασε για τη διαμόρφωση της δικής σας αντίστοιχα επαγγελματικής και πολιτικής σταδιοδρομίας;
Είχα την τύχη να συνεργαστώ με τον Δημήτρη Τσάτσο από πολύ νέος, πριν ακόμη εκλεγεί ευρωβουλευτής και επιστρέψει στην πολιτική. Αν επιχειρούσα με δυο λέξεις να αποτυπώσω τη διαδρομή του στην θεωρία και πράξη του Συντάγματος και της πολιτείας θα έλεγα ότι αποτελεί το πρότυπο του κοσμοπολίτη συνταγματολόγου. Και εξηγούμαι: Ο Δημήτρης Τσάτσος κατ’ αρχάς δεν αποτέλεσε ποτέ έναν επιστήμονα εργαστηρίου, αλλά έναν διανοητή της πράξης, ο οποίος, παράλληλα με μια τεράστια διεθνή και ελληνική επιστημονική εργογραφία, δεν έπαψε ποτέ να είναι παρών στο δημόσιο διάλογο, σχολιάζοντας με συχνές παρεμβάσεις του την πολιτειακή και συνταγματική πραγματικότητα. Πολύ περισσότερο από αυτό, ο Δημήτρης Τσάτσος αφιέρωσε δυο σημαντικές περιόδους της ζωής του στην ενεργό πολιτική, επιτυγχάνοντας όμως να μη γίνει ποτέ κατά κυριολεξία επαγγελματίας πολιτικός. Η πολιτική του δράση συνδέθηκε και στις δυο αυτές περιόδους με κορυφαίες στιγμές συνταγματικής και θεσμικής ποιότητας. Αναφέρομαι αφενός στις ιδιότητές του ως Υφυπουργού Ανωτάτης Παιδείας στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας που πραγματοποίησε την κάθαρση των πανεπιστημίων το 1974 και σχεδίασε τον πρώτο δημοκρατικό νόμο για την οργάνωση των πανεπιστημίων, και ως γενικού εισηγητή της μειοψηφίας στην Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή το 1975. Αφετέρου, δυο δεκαετίες αργότερα, στη συμβολή του ως αξιολογητή της Συνθήκης του Άμστερνταμ το 1997, ως εκπροσώπου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη Διακυβερνητική Διάσκεψη του 2000 που κατήρτισε τη Συνθήκη της Νίκαιας, αλλά και ως εισηγητή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα. Πέραν αυτών όμως ο Δημήτρης Τσάτσος χαρακτηρίζεται ως πρότυπο κοσμοπολίτη συνταγματολόγου, όχι μόνο για τη διαρκή του παρουσία στην ελληνική και ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα, αλλά πρωτίστως διότι κατά κυριολεξία ήταν παρών σε κορυφαίες συνταγματικές και θεσμικές εξελίξεις μιας πλειάδας κρατών που υπερβαίνουν τα γεωγραφικά και πολιτισμικά όρια της ευρωπαϊκής ηπείρου. Για όσους από εμάς υπήρξαμε μαθητές και συνεργάτες του ήταν ένας αξεπέραστος δάσκαλος. Αυτό που πρωτίστως διατηρώ ως πυξίδα από το έργο του Δημήτρη Τσάτσου είναι η επιμονή του στο ζήτημα της πολιτικής ευθύνης του επιστημονικού λόγου.
Θα ήθελα σε αυτό το σημείο να επανέλθω στη «δύναμη των ιδεών». Στις αρχές του χρόνου το Ίδρυμα Τσάτσου αποτέλεσε στόχο εμπρηστικής επίθεσης. Μάλιστα τότε είχατε απαντήσει μέσω μίας οργισμένης ανάρτησης στο Facebook, καταδεικνύοντας τον κίνδυνο στον οποίο βρέθηκαν οι ζωές του προσωπικού του Ιδρύματος και την στοχοποίηση προς το πρόσωπό σας ως μέλος της “Επιτροπής σοφών”. Το γεγονός αυτό είναι ενδεικτικό παράδειγμα της υπονόμευσης αυτής της «δύναμης των ιδεών» που σχολιάσαμε παραπάνω, που εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο ανομίας που βιώνουμε το τελευταίο διάστημα; Θα ήθελα ένα σχόλιό σας επ΄ αυτού, καθώς και με ποιον τρόπο θεωρείτε ότι θα μπορούσαμε να ξεφύγουμε από αυτήν την λυπηρή κατάσταση. Η Σοσιαλδημοκρατία μπορεί να συμβάλλει σε αυτό;
Ήμουν πάντα υπέρμαχος της Ελευθερίας στη στάθμισή της με την Ασφάλεια–παιδί άλλωστε της Μεταπολίτευσης με αριστερές αναφορές, συνταγματολόγος-μαθητής του Τσάτσου και του Μάνεση, πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς; Κι όμως, όταν βιώνεις τυφλά και άλογα πλήγματα κατά της ζωής και του χώρου διαβίωσης αρχίζεις να σκέφτεσαι και να αντιδράς διαφορετικά, κατανοείς στην πράξη τι σημαίνει διακινδύνευση της ασφάλειας και τι έχει τελικά προτεραιότητα (η σωματική σου ακεραιότητα και η ζωή των οικείων σου, η ασφάλεια του χώρου όπου ζεις και εργάζεσαι, η ψυχική γαλήνη από απειλές χωρίς πρόσωπο ή η προστασία της ιδιωτικότητας και του αυτοκαθορισμού του προσώπου;) Έχει αναλυθεί εκτενώς, αλλά το βίωμα επιτελεί μια αποκαλυπτική λειτουργία, ότι το μόνο που επιτυγχάνουν οι θρασύδειλοι μασκοφόροι τρομοκράτες είναι να ενισχύουν τον αυταρχισμό του κράτους, να συντηρητικοποιούν την κοινωνία και να αφυδατώνουν την επιχειρηματολογία υπέρ των ελευθεριών. Τώρα, όσον αφορά τις αντιλήψεις της σοσιαλδημοκρατίας, πρώτα απ’ όλα αποκηρύσσει τη χρήση βίας. Διαπνέεται από την ανεκτικότητα και τον σεβασμό των ιδεών και των βιοτικών επιλογών των «άλλων», με όποιο κριτήριο και αν προσδιορίζεται η διαφορά τους. Δυστυχώς όλα αυτά δεν είναι καθόλου αυτονόητα στη χώρα μας.
Από το 2010 είστε Μέλος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ενώ έχετε ασχοληθεί για χρόνια με τα ανθρώπινα δικαιώματα, πραγματοποιώντας και ομιλίες γύρω από το θέμα. Θεωρείτε ότι με το μεταναστευτικό ζήτημα, με την έξαρση της τρομοκρατίας, αλλά και με την οικονομική κρίση έχουν υπάρξει «εκπτώσεις» στα ανθρώπινα δικαιώματα, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο; Και αν ναι, ποια είναι η αποστολή της Σοσιαλδημοκρατίας για την βελτιστοποίηση της κατάστασης στον τομέα αυτό;
Η σοσιαλδημοκρατία έχει αναπτύξει μια συνεκτική, προοδευτική αντίληψη για τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, που αποκλίνει τόσο από την ατομοκεντρική και αναχρονιστική προσέγγιση της συντηρητικής-νεοφιλελεύθερης Δεξιάς όσο και από τις ατελείς ή ισοπεδωτικές θέσεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Πεδία προτεραιότητας αποτελούν ο αυτοκαθορισμός, η αξιοπρέπεια και η ίση μεταχείριση προσώπων που τέθηκαν αντιμέτωπα με ρατσιστικές συμπεριφορές, όπως άτομα με αναπηρίες, ΛΟΑΤΚΙ, πρόσφυγες και μετανάστες. Παράλληλα, κρίσιμη είναι η εγγύηση παραδοσιακών δικαιωμάτων που δέχονται νέες απειλές, όπως η ελευθερία του λόγου και η ιδιωτικότητα. Επιπλέον, η σοσιαλδημοκρατία περιέλαβε διαχρονικά στον προγραμματικό λόγο και την κυβερνητική της δράση τις πολιτικές για την πραγματική ισότητα των φύλων, όχι μόνο θεσμοθετώντας ίσα δικαιώματα και λαμβάνοντας θετικά μέτρα για την αποκατάσταση της ισότητας, αλλά προωθώντας ταυτόχρονα την «ανακατασκευή» των έμφυλων ταυτοτήτων.
Ως καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου και ως δικηγόρος, θεωρείτε αναγκαία μία αναθεώρηση του Συντάγματός μας; Και αν ναι, ποια σημεία πιστεύετε ότι θα πρέπει να εξεταστούν;
Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, ένας από τους μύθους που αβασάνιστα αποδέχθηκαν ακόμη και γνήσιοι σκεπτικιστές ήταν αυτός του «καλού Συντάγματος», στο οποίο υποτίθεται ότι θεμελιώθηκε η πιο μακρόβια και ανέφελη περίοδος εύρυθμης λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών στη σύγχρονη ιστορία. Ενός Συντάγματος που, παρά τους κλυδωνισμούς που προκάλεσε στην εγγυητική και τη συμβολική του λειτουργία η «αναγκαστική» νομοθεσία και νομολογία της οικονομικής κρίσης μετά το 2010, δεν αμφισβητήθηκε ως προς την εσωτερική συνοχή και την ορθολογικότητά του. Και όμως, το Σύνταγμά μας αποδεικνύεται σε αρκετές από τις σημαντικότερες ρυθμίσεις του ανορθολογικό. Στις δομικές αντινομίες και τις εσωτερικές αντιφάσεις οφείλονται ρήγματα στην ενότητα της συνταγματικής τάξης και δυσλειτουργίες των πολιτικών θεσμών, σε ένα πολιτικό περιβάλλον που ούτως ή άλλως δεν διακρίνεται για τον ορθολογισμό του (όπως ανέλυσα στο βιβλίο μου «Το Ανορθολογικό μας Σύνταγμα. Γιατί απέτυχαν οι πολιτικοί θεσμοί;» (εκδ. Παπαζήση 2015). Άρα το Σύνταγμά μας χρήζει σήμερα αλλαγών. Σε μια χώρα όπου πλεονάζουν όσοι διεκδικούν την εκφορά συνταγματικού λόγου, οι αναθεωρητικές προτάσεις περισσεύουν. Δεν υπάρχει άλλωστε τίποτα πιο εύκολο από την παράθεση αναθεωρητικών προτάσεων. Ωστόσο ίσως δεν υπάρχει και τίποτα δυσκολότερο από τον σχεδιασμό συνταγματικών διατάξεων με συνοχή και αποτελεσματικότητα. Το πολιτικό σύστημα πρέπει λοιπόν να απαλλαγεί από τις ανορθολογικές ρυθμίσεις, προστατεύοντας παράλληλα την ενότητα του συνταγματικού κειμένου και της ελληνικής συνταγματικής παράδοσης. Αυτή η επιδίωξη δεν μπορεί να εδράζεται σε μια αυτοαναφορική συνταγματική μυθολογία, αλλά στην κριτική απομυθοποίηση των παραστάσεών μας για το Σύνταγμα. Το γεγονός ότι η δημοκρατία και το κράτος δικαίου λειτούργησαν από το 1974 χωρίς τις μείζονες συνταγματικές κρίσεις του παρελθόντος δεν οφείλεται στην ποιότητα των συνταγματικών θεσμών, αλλά σε μια σειρά πολιτικών και οικονομικών παραμέτρων, καθώς και στη σοφία που επέδειξαν οι ερμηνευτές του. Αντίθετα, ορισμένες από τις εγγενείς αδυναμίες του ισχύοντος Συντάγματος κρίνονται (συν)υπεύθυνες για τη σημερινή κρίση του πολιτικού συστήματος και την οικονομική χρεοκοπία. Απαιτείται λοιπόν να ξεκινήσει με νηφαλιότητα η διαδικασία αναθεώρησης.
Τέλος, θα ήθελα να προχωρήσετε σε μία προσωπική αποτίμηση του συγγραφικού σας έργου, που εκτός από πολυπληθές, περιλαμβάνει σημαντικότατα πονήματα που αποτελούν πραγματική συνεισφορά για τον νομικό κόσμο. Αν σας ζητούσα να ξεχωρίσετε ένα από αυτά, ποιο βιβλίο σας θα ήταν και γιατί;
Οφείλω κλείνοντας να σας ευχαριστήσω θερμά για τις εύστοχες ερωτήσεις αυτής της συνέντευξης και για τα τόσο καλά και ενθαρρυντικά σας λόγια. Για κανέναν συγγραφέα δεν είναι εύκολο νομίζω να ξεχωρίσει ή να προτάξει κάποιο από τα κείμενά του. Η πιο απλή απάντηση μπορεί να είναι, ενστικτωδώς ίσως, ότι ξεχωρίζω το τελευταίο μου βιβλίο, μια και είναι αυτό στο οποίο βρίσκομαι σήμερα πιο κοντά, αλλά και με ένα άλλο κριτήριο, ότι δηλαδή δεν εντάσσεται στο αυστηρό επιστημονικό-ακαδημαϊκό συγγραφικό μου πρόγραμμα, αλλά απευθύνεται σε ένα ευρύτερο κοινό και επιδιώκει να συμβάλει στη διαμόρφωση της πολιτικής σκέψης των πολιτών. Από μια άλλη σκοπιά, όμως, θα ξεχώριζα το βιβλίο που επιμελήθηκα το 2013 με τίτλο «Constitutions in the Global Financial Crisis», και εκδόθηκε από τον προβεβλημένο διεθνή εκδοτικό οίκο Routledge, το πρώτο βιβλίο που κυκλοφόρησε διεθνώς με θέμα τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στα Συντάγματα των χωρών που αυτή έπληξε με μεγαλύτερη σφοδρότητα και το οποίο έτυχε πολύ μεγάλης διεθνούς προβολής και αναγνώρισης.
Σας ευχαριστώ θερμά.