Η Καθημερινή, 12/01/19
Συνέντευξη στον Γιώργο Τερζή.
Η είσοδος της Ελλάδας στη δίνη των μνημονίων αποτέλεσε δοκιμασία για την οικονομική επιβίωση και την προσωπική προοπτική της πλειονότητας των πολιτών. Ωστόσο, η κρίση διέλυσε το προ μνημονίου πολιτικό σύστημα και ανέδειξε μια άνευ προηγουμένου κρίση θεσμών και διαδικασιών. Τη δεκαετία της κρίσης καταγράφηκαν πολλά που θεωρούνταν, μέχρι πρότινος, έως και απίθανα: κυβερνήσεις πολυκομματικής συνεργασίας με εξωκοινοβουλευτικό πρωθυπουργό, συμπράξεις «Αριστεράς – Δεξιάς», οριακές πλειοψηφίες για κρίσιμες εθνικές συμφωνίες, όπως αυτή των Πρεσπών. Και πλέον το ενδεχόμενο κυβερνήσεων μειοψηφίας.
Οι αφορμές, συνεπώς, για μια συνάντηση με έναν εκ των κατ’ εξοχήν αρμοδίων για τη θεσμική ανταπόκριση της ελληνικής πολιτείας στα νέα δεδομένα, τον συνταγματολόγο, καθηγητή Ξενοφώντα Κοντιάδη, είναι πολλές. Η έναρξη της συζήτησής μας δεν θα μπορούσε, βεβαίως, να μην αφορά την τρέχουσα επικαιρότητα και το ενδεχόμενο να πορευθεί ο κ. Τσίπρας με κυβέρνηση μειοψηφίας μέχρι τον Μάιο. «Το πρόβλημα του πρωθυπουργού σε περίπτωση αποχώρησης των ΑΝΕΛ από την κυβέρνηση δεν είναι πρωτίστως συνταγματικό, αλλά πολιτικό. Προφανώς, για να ευδοκιμήσει μια πρόταση δυσπιστίας και να πέσει η κυβέρνηση, θα πρέπει να συμπράξει σύσσωμη η αντιπολίτευση, συμπεριλαμβανομένων των ΑΝΕΛ, ώστε να συγκεντρωθούν οι 151 απαιτούμενες ψήφοι. Ακόμη όμως και αν κάτι τέτοιο δεν ευδοκιμήσει, η διατήρηση στη ζωή μιας κυβέρνησης μειοψηφίας, όταν απομένουν μόλις λίγοι μήνες μέχρι τη λήξη της βουλευτικής περιόδου, θα έθετε σοβαρό ζήτημα δημοκρατικής νομιμοποίησης, που δεν θεωρώ δόκιμο να παρακάμψει ο πρωθυπουργός», σημειώνει ο 51χρονος Κοντιάδης, υπογραμμίζοντας πως, σε αυτή την περίπτωση, «η ομαλή λειτουργία του πολιτικού συστήματος θα επέβαλλε, κατά την άποψή μου, την άμεση προσφυγή στις κάλπες». Για τον καθηγητή Δημοσίου Δικαίου και Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλειας του Παντείου Πανεπιστημίου η συζήτηση περί στήριξης της κυβέρνησης από μεμονωμένους βουλευτές δεν εγείρει συνταγματικά ζητήματα, πλην όμως είναι αμφίβολο εάν θεραπεύει τον πυρήνα του πολιτικού προβλήματος.
Ως προς το έτερο μείζον θέμα, αυτό της συμφωνίας των Πρεσπών, που αποτέλεσε και τη θρυαλλίδα των ενδοκυβερνητικών εντάσεων, ο κ. Κοντιάδης στέκεται εκ νέου στην πολιτική ουσία και όχι στην τυπική πρόβλεψη του Συντάγματος και του κανονισμού της Βουλής. «Πράγματι, από συνταγματική άποψη, αρκεί η πλειοψηφία για να περάσει η συμφωνία. Προφανώς θα ήταν ευκταίο να επιτευχθούν συναινέσεις για ένα τόσο κρίσιμο εθνικό θέμα», επισημαίνει, προσθέτοντας μάλλον πικρά: «Ας μην ξεχνάμε ωστόσο ότι και άλλα μείζονος σημασίας εθνικά ή πολιτικά ζητήματα υπερψηφίστηκαν χωρίς αυτές τις συναινέσεις».
Ο γεννημένος στη Χαϊδελβέργη καθηγητής και πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου είχε προτείνει, με άρθρο του στην «Κ», πολιτική συμφωνία ώστε να μη χαθεί η ευκαιρία μιας ουσιαστικής συνταγματικής αναθεώρησης. Η πρότασή του –που υιοθετήθηκε από τους Κυρ. Μητσοτάκη και Στ. Θεοδωράκη– προέβλεπε να εγκριθούν τα αναθεωρητέα τόσο από την κυβερνητική πλειοψηφία όσο και από την αντιπολίτευση άρθρα με 151 ψήφους από αυτή τη Βουλή, ώστε να υπάρχει δυνατότητα αναθεώρησής τους με την ειδική πλειοψηφία των 180 ψήφων στην επόμενη αναθεωρητική Βουλή. Λίγες εβδομάδες μετά, ο ίδιος αναγνωρίζει πως «είναι δύσκολο δυστυχώς να υπάρξουν συναινέσεις όταν η χώρα έχει μπει σε μια πολύπλοκη και, όπως φαίνεται, πολωμένη προεκλογική περίοδο. Πολύ περισσότερο αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι αυτή η προεκλογική περίοδος συνοδεύεται από την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής». «Σε αυτό το πολιτικό κλίμα είναι αμφίβολο αν μπορεί να διεξαχθεί εποικοδομητική συζήτηση για την αναθεώρηση. Φοβάμαι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια χαμένη ευκαιρία. Προφανώς ο κ. Τσίπρας πιθανολογεί ότι δεν θα ελέγχει την πλειοψηφία στην επόμενη Βουλή, γι’ αυτό και επιμένει στην άποψη ότι οι κατευθύνσεις των προτάσεων της παρούσας Βουλής θα πρέπει να δεσμεύουν την επόμενη. Οσο για τον κ. Μητσοτάκη, με το ακριβώς αντίστροφο σκεπτικό, εκτιμώντας ότι θα διαθέτει την πλειοψηφία στην επόμενη Βουλή, ευλόγως προσπαθεί να αποφύγει τέτοιες δεσμεύσεις. Το αποτέλεσμα είναι ότι, αντί για συναινετική αναθεώρηση, οδηγούμαστε σε κομματικούς τακτικισμούς, γεγονός για το οποίο ευθύνεται ουσιωδώς η προβλεπόμενη αναθεωρητική διαδικασία».
Ο Κοντιάδης σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στο Μόναχο και μεγάλο μέρος του διεθνούς επιστημονικού του έργου είναι αφιερωμένο στη μελέτη της συνταγματικής μεταβολής, ως συντονιστής σχετικής ερευνητικής ομάδας της Διεθνούς Ενωσης Συνταγματικού Δικαίου και ως διευθυντής αντίστοιχης σειράς μελετών στις εκδόσεις Routledge. Η πρότασή του για την υπέρβαση του, σχεδόν πάγιου, πολιτικού αδιεξόδου γύρω από το Σύνταγμα αφορά την αλλαγή της ίδιας της διαδικασίας αναθεώρησης. Προτείνει αυτή να ολοκληρώνεται σε μία βουλευτική περίοδο, με περισσότερες ψηφοφορίες και με πλειοψηφίες μεγαλύτερες ακόμη και από τη σημερινή των 180 βουλευτών. «Ετσι θα μπορούσε να αποφευχθεί η εργαλειοποίηση της αναθεώρησης σε συνάρτηση με προεκλογικές τακτικές», εξηγεί, δίνοντας ως εναλλακτική λύση να κατοχυρωθεί αυτό που συμβαίνει στην πράξη, δηλαδή η αυξημένη πλειοψηφία να απαιτείται στη δεύτερη Βουλή, που είναι και αυτή που διαμορφώνει το περιεχόμενο των αναθεωρούμενων διατάξεων. Προτείνει, τέλος, η 5ετής προθεσμία, εντός της οποίας δεν μπορεί να υπάρξει νέα αναθεώρηση, να αφορά μόνο εκείνες τις διατάξεις που αναθεωρήθηκαν και όχι, συνολικά, την αναθεωρητική διαδικασία.
Η συζήτησή μας επεκτείνεται στις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας, με τον Κοντιάδη να διαπιστώνει αφενός τη σιωπή της Ν.Δ., αφετέρου τις εσωτερικές αντιφάσεις στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, «οι οποίες, σε συνδυασμό με την πρόταση του πρωθυπουργού προς τον Αρχιεπίσκοπο, καθιστούν εμφανές ότι πραγματική πρόθεση αποσαφήνισης των διακριτών ρόλων Κράτους και Εκκλησίας δεν υφίσταται», αλλά και στο άρθρο 16, υπέρ της αναθεώρησης του οποίου τάσσεται χωρίς αστερίσκους: «Tο 1975, όταν θεσπίστηκε η απαγόρευση αυτή αποτελούσε εγγύηση κοινωνικής κινητικότητας. Σήμερα λειτουργεί αντίστροφα ως μοχλός επίτασης κοινωνικών και εκπαιδευτικών ανισοτήτων».
Δεν του κρύβω πως εισπράττω την απογοήτευσή του για τον τρόπο μεταχείρισης του ακαδημαϊκού του πεδίου, του Συντάγματος, από τους πολιτικούς. «Μήπως θα έπρεπε να το αναθέσουμε αποκλειστικά στους… συνταγματολόγους;» τoν ερωτώ. «Οχι βέβαια. Μη νομίζετε ότι οι συνταγματολόγοι ομονοούν περισσότερο από τους πολιτικούς για τα επίμαχα θέματα ή ότι υποστηρίζουν πάντα απόψεις με συνέπεια και επαρκή τεκμηρίωση. Ωστόσο, είναι αυτονόητο ότι η πολιτική τάξη θα όφειλε να αξιοποιήσει τις επιστημονικές απόψεις που διατυπώνονται και είναι κρίμα που συνήθως αυτό γίνεται μόνον προσχηματικά».