Ιστότοπος offlinepost.gr, 22/11/18
Ο Ξενοφών Κοντιάδης, καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστημίο και πρόεδρος του Ιδρύματος Τσάτσος μιλάει στο offlinepost για την επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση και την σοσιαλδημοκρατία σήμερα
Συνέντευξη στον Νικόλαο Ερμή,
Γεννημένος στην -τότε- Δυτική Γερμανία περί τα τέλη της δεκαετίας του ’60, ο Ξενοφών Κοντιάδης σπούδασε νομικά στην Αθήνα και το Μόναχο. Σήμερα, είναι καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ίδρυμα Θεμιστοκλής και Δημήτριος Τσάτσος, διαδεχόμενος τον δάσκαλό του Δημήτριο Θ. Τσάτσο, ενώ έχει συγγράψει δεκάδες βιβλία. Ασκεί την δικηγορία και έχει υπάρξει τακτικός αρθρογράφος στην εφημερίδα Έθνος και, σήμερα, στο Πρώτο Θέμα. Τον ευχαριστούμε θερμά για την παραχώρηση της συνέντευξης.
1. Στο πρόσφατο βιβλίο σας «Η σοσιαλδημοκρατία σήμερα» (εκδόσεις Πόλις, 2017) υποστηρίζετε ότι η σοσιαλδημοκρατία αντιμετωπίζει κάποιες σημαντικές προκλήσεις. Μπορείτε να τις αναφέρετε συνοπτικά;
Στο ερώτημα για το μέλλον της Σοσιαλδημοκρατίας η απάντηση συναρτάται με κάποιους όρους και προϋποθέσεις. Συναρτάται κυρίως με δύο μεγάλα διλήμματα, που καλείται να απαντήσει η Σοσιαλδημοκρατία:
Θα επιμείνει στη βασική πολιτική διάκριση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, αυτοπροσδιοριζόμενη ως μία μετριοπαθής και πολιτικά φιλελεύθερη Αριστερά; Η απάντηση, που προτείνω στο βιβλίο είναι καταφατική. Η Σοσιαλδημοκρατία πρέπει να επιμείνει στη σημασία της μάχης εναντίον των ανισοτήτων. Καταπολέμηση όμως των ανισοτήτων, χωρίς να αρνείται ή να υπονομεύει την ελεύθερη οικονομία και την επιχειρηματικότητα, χωρίς τον εξισωτισμό, που επιδιώκουν η ριζοσπαστική και η κομμουνιστική Αριστερά, και παράλληλα καθιστώντας ευδιάκριτες τις διαφορές της από την Κεντροδεξιά, που αντιλαμβάνεται τις ανισότητες ως φυσικό φαινόμενο. Παράλληλα όμως, το δίπολο Δεξιά-Αριστερά, άρα η κοινωνική αντίληψη της Σοσιαλδημοκρατίας, εμπλουτίζεται σήμερα από μια σειρά άλλων ζευγμάτων, στα οποία περιλαμβάνεται η πολιτισμική Αριστερά, η συζήτηση για τις ταυτότητες, η αντιπαράθεση με τον εθνολαϊκισμό κ.λπ.
Το δεύτερο δίλημμα: Έμφαση στην αποτελεσματικότητα και στον ρεαλισμό κατά το μοντέλο Μακρόν ή επιστροφή στα προτάγματα της κοινωνικής δικαιοσύνης και του ισχυρού κρατικού παρεμβατισμού κατά το μοντέλο Κόρμπιν; Η απάντηση είναι, ούτε το ένα ούτε το άλλο. Οφείλει η σοσιαλδημοκρατία να πει τελικά την αλήθεια για τα όρια των αναδιανεμητικών πολιτικών στην παρούσα ευρωπαϊκή και παγκόσμια συγκυρία και να αφήνουμε το προνόμιο των ψευδεπίγραφων υποσχέσεων στη ριζοσπαστική Αριστερά; Μήπως πρέπει και η Σοσιαλδημοκρατία να σχετικοποιήσει την αρχή της ειλικρίνειας; Η απάντησή μου είναι ότι οφείλει η σοσιαλδημοκρατία να εκφράζει όλη την αλήθεια και να μην τάζει την ανέφικτη επιστροφή σε έναν κόσμο που έχει τελειώσει.
2. Η Δημοκρατική Παράταξη, εν Ελλάδι, με ποιο τρόπο θα μπορούσε να βρει τον βηματισμό της;
Αυτό που καλείται σήμερα να πράξει η Δημοκρατική Παράταξη είναι αυτό που έκανε πάντα. Να παράξει ένα νέο προγραμματικό λόγο, πρωτότυπες και νεωτερικές δημόσιες πολιτικές για την απασχόληση, την ανάπτυξη, την αναδιανομή, την κοινωνική προστασία. Σήμερα, βρίσκεται μπροστά στο στοίχημα να συμπεριλάβει στο λόγο της τις νέες μορφές κοινωνικής σύγκρουσης, που δεν ανάγονται μόνο σε ταξικά συμφέροντα, αλλά και σε συλλογικές ταυτότητες, και αποσκοπούν στην επιβολή αξιών, ηθικών επιλογών ή ειδικών συμφερόντων. Να απευθυνθεί στους μακροχρόνια άνεργους, στους επισφαλώς απασχολούμενους και υποαπασχολούμενους, τους κοινωνικά αποκλεισμένους, αλλά και τα συμπιεζόμενα μεσαία στρώματα.
Πιστεύω ότι το μέλλον της Δημοκρατικής Παράταξης εξαρτάται από την ικανότητά της όχι απλά να βρει τρόπους να απευθυνθεί στο ετερόκλητο ακροατήριό της, αλλά να συνομιλεί με την κοινωνία. Να την ακούει, να λαμβάνει τα μηνύματά της και να τα επεξεργάζεται. Οι πολίτες σήμερα έχουν ανάγκη να συνομιλήσουν, να μπουν σε έναν πολιτικό διάλογο, να ξεπεράσουν την απογοήτευση και την αποστασιοποίηση των τελευταίων χρόνων. Οφείλει να τους δώσει αυτή την ευκαιρία.
3. Θα ήταν δυνατόν να υπάρξει κάποια εκλογική σύγκλιση μεταξύ ευρωσοσιαλιστών και κεντρώων, όπως ο πρόεδρος Μακρόν, εν όψει των εκλογών του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, ώστε να αποφευχθούν «δυσάρεστες εκπλήξεις»;
Αφετηρία της ευρωπαϊκής αποσύνθεσης ήταν η οικονομική κρίση, που ανέσυρε σε πρώτο πλάνο το χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου, διαχωρίζοντας τα κράτη σε δανειστές και οφειλέτες. Η οικονομική κρίση αναβίωσε ιστορικές έχθρες και πολιτισμικά στερεότυπα, τόσο μεταξύ των λαών του Βορρά και του Νότου όσο και μεταξύ των ίδιων των κρατών του λεγόμενου ευρωπαϊκού «Διευθυντηρίου», τη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Βρετανία. Οι δομικές ατέλειες του κοινού νομίσματος, σε συνδυασμό με το εμφανές έλλειμμα ηγεσίας, είχαν συνέπεια η αντίδραση στην κρίση να είναι αργή, άτολμη και αποσπασματική, με σοβαρές επιπτώσεις για την πρόσληψη της Ευρώπης από τις ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Η διάλυση της ενωμένης Ευρώπης είναι προ των πυλών, καθώς 10 χρόνια κρίσεων μοιάζουν να έχουν διαγράψει από τη μνήμη των λαών τα μεγάλα επιτεύγματά της, με σημαντικότερα την ειρήνη και την οικονομική συνεργασία. Μπροστά στην ανάδυση νέων οικονομικών υπερδυνάμεων με αυταρχικά ή ασταθή πολιτικά καθεστώτα, η Ευρώπη κατακερματίζεται αντί να συσπειρώνεται. Απέναντι σε αυτόν τον κίνδυνο θεωρώ ότι είναι αναγκαία η δημιουργία ενός μετώπου των δημοκρατικών παρατάξεων της Ευρώπης, άρα κατεξοχήν ευρωσοσιαλιστών και κεντρώων, για να αντιμετωπίσουν τις ευρωφοβικές, ακροδεξιές και λαϊκιστικές δυνάμεις.
4. Συμφωνείτε με τον διορισμό, στις επερχόμενες εκλογές, υποψήφιου του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αντί της άμεσης εκλογής;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι σοσιαλδημοκράτες σε ολόκληρη την Ευρώπη βρίσκονται σε υποχώρηση. Σημαντικό μέρος της ευθύνης για αυτή την εξέλιξη υπήρξε η αδυναμία τους να ανανεωθούν και να προτείνουν εναλλακτικές λύσεις για τις δίδυμες κρίσεις που πλήττουν την Ευρώπη, την οικονομική και την προσφυγική. Η γνώμη μου είναι ότι το εγχείρημα άμεσης εκλογής του υποψηφίου του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος στις ερχόμενες εκλογές θα μπορούσε να αποβεί χρήσιμο και να τους φέρει κοντά σε κοινωνικά στρώματα που παραδοσιακά τους στήριζαν, αλλά πλέον έχουν στραφεί προς τις αντιευρωπαϊκές, αντισυστημικές δυνάμεις. Δυστυχώς, δεν το τόλμησαν.
5. Μιας και είστε τακτικός αρθρογράφος σε σημαντικές και ιστορικές εφημερίδες, πιστεύετε ότι ο τύπος «πνέει τα λοίσθια» ή όπως στην περίπτωση του βιβλίου, χρειάζεται να αναπροσαρμοστεί; Μπορεί να επιτελέσει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση γνώμης κατά τη σύγχρονη εποχή;
Η κατάρρευση του ελληνικού Τύπου έχει πολλά αίτια. Ασφαλώς, η μία διάσταση είναι οικονομική. Μία άλλη διάσταση είναι τεχνολογική και συνδέεται με την ανάπτυξη του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ως γνωστόν, ζούμε πλέον στην εποχή της «μετα-αλήθειας» και των fake news. Υπάρχει όμως και μία τρίτη διάσταση, που έχει να κάνει με την δυσθυμία και την απογοήτευση των πολιτών, την ενίσχυση των αντισυστημικών τάσεων και την αδυναμία των συλλογικών πολιτικών υποκειμένων να αναδείξουν μία ελκυστική όψη του μέλλοντος. Πιστεύω όμως ότι υπάρχουν ακόμα, έστω και με αποδυναμωμένη επιρροή, σημαντικές φωνές και θύλακες στον ελληνικό Τύπο, έντυπο και ηλεκτρονικό, που συνεχίζουν να προσφέρουν υψηλού επιπέδου δημοσιογραφικό λόγο και πολιτικές αναλύσεις. Προφανώς, χρειάζεται αναπροσαρμογή και στο περιεχόμενο και στα μέσα επικοινωνίας, αλλά δε μπορώ να διανοηθώ ότι θα εκλείψει ο ρόλος του τύπου στη διαμόρφωση γνώμης. Αντίθετα, καθίσταται πιο αναγκαίος παρά ποτέ.
6. Από την συμφωνία αρχιεπισκόπου – πρωθυπουργού, θεωρείτε ότι βγαίνει άμεσο αποτέλεσμα διακριτών σχέσεων κράτους και εκκλησίας;
Η συμφωνία Αρχιεπισκόπου – Πρωθυπουργού παρουσίαζε κατά τη γνώμη μου εξαρχής σοβαρά προβλήματα, τόσο νομικά, όσο και πολιτικά. Η συμφωνία αυτή φαίνεται ότι ήδη έχει καταρρεύσει, λόγω των αντιδράσεων που προκάλεσε στους κόλπους της Εκκλησίας. Θεωρώ ότι η στόχευση της κυβέρνησης ήταν επικοινωνιακού χαρακτήρα και δεν αποσκοπούσε στη συνεκτική αντιμετώπιση του προβλήματος των διακριτών ρόλων Κράτους και Εκκλησίας. Είναι αναγκαίο να ξεκινήσει ένας σοβαρός διάλογος μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων και μόνο αφού καταλήξει σε συγκεκριμένες προτάσεις να πραγματοποιηθούν οι επόμενες συναντήσεις κορυφής, ώστε το ζήτημα αυτό να μην εκφυλιστεί σε άλλη μία άγονη σύγκρουση.
7. Θα μου επιτρέψετε τώρα να περάσω στην επικείμενη Συνταγματική Αναθεώρηση, όπως φέρεται να την προωθεί η κυβέρνηση. Ποια άρθρα χρήζουν αναθεώρησης, κατά τη γνώμη σας;
Κατά τη γνώμη μου ο σοβαρότερος κίνδυνος είναι να πραγματοποιηθεί μία περιορισμένης έκτασης αναθεώρηση, η οποία δεν θα περιλάβει κρίσιμα πεδία, όπου είναι αναγκαία η παρέμβαση του αναθεωρητικού νομοθέτη. Το αποτέλεσμα θα είναι να διαιωνιστούν ατυχείς συνταγματικές ρυθμίσεις, όπως αυτές που αφορούν την απαγόρευση των ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων, αφού, για να ξεκινήσει μία νέα αναθεωρητική πρωτοβουλία απαιτείται να περάσουν πέντε χρόνια από την ολοκλήρωση της προηγούμενης. Σε αυτή την παγίδα δεν πρέπει να πέσει η αντιπολίτευση. Ορθότερη επιλογή, υπό αυτές τις συνθήκες, θα ήταν να τροποποιηθεί το άρθρο 110 του Συντάγματος, που προβλέπει τη διαδικασία αναθεώρησης, αφού ακριβώς από την ελαττωματική συνταγματική μηχανική αυτής της διαδικασίας ξεκινάει η εργαλειοποίηση της συνταγματικής μεταρρύθμισης και η υποταγή της σε επικοινωνιακού τύπου στοχεύσεις των αντίπαλων πολιτικών δυνάμεων.
8. Πιστεύετε ότι θα επικρατήσει μία “προβληματική” διαρχία σε περίπτωση άμεσης εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας;
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, αν και ορθώς απεμπλέκει τη σχετική διαδικασία από την απειλή πρόωρων εκλογών, ωστόσο διέπεται από ένα διχασμό σκοπών και μέσων. Εκκινεί από το αίτημα συναινετικής εκλογής του Προέδρου με αυξημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αλλά στη συνέχεια εκτρέπεται σε μια συγκρουσιακή άμεση εκλογή, το αποτέλεσμα της οποίας θα μπορούσε να είναι η αποσταθεροποίηση της Κυβέρνησης. Πράγματι, η αυξημένη νομιμοποίηση ενός άμεσα εκλεγμένου Προέδρου μπορεί να προκαλέσει μία νέα διαρχία, με σοβαρά προβλήματα, ενδεχομένως εντονότερα από ότι πριν την αναθεώρηση του 1986. Στη λανθασμένη επιλογή της άμεσης εκλογής προσανατολίζεται και η πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, παρότι είναι προφανές ότι οδηγεί σε πόλωση και κομματικοποίηση του θεσμού.
9. Ως γνωστόν, η αναθεώρηση του Συντάγματος έχει επιλεγεί από το νομοθέτη να μην είναι μία απλή διαδικασία. Αυτό το μαρτυρούν και τα υψηλά ποσοστά πλειοψηφίας/συναίνεσης που απαιτεί το Σύνταγμα για την Αναθεώρηση. Πιστεύετε ότι η συζήτηση περί της αναθεώρησης συνταγματικών διατάξεων, που έχει ανοίξει το τελευταίο διάστημα, δεδομένου ότι βρισκόμαστε ήδη σε προεκλογική περίοδο, ανταποκρίνεται στη σοβαρότητα που απαιτείται για την αλλαγή του βασικότερου νόμου του κράτους;
Η στιγμή που επέλεξε ο πρωθυπουργός να κινήσει την αναθεωρητική διαδικασία είναι απρόσφορη. Η χώρα έχει μπει σε μια πολύπλοκη και, όπως φαίνεται, πολωμένη προεκλογική περίοδο ενόψει των αυτοδιοικητικών, ευρωβουλευτικών και βουλευτικών εκλογών του 2019. Ταυτόχρονα, πολλοί αναρωτιούνται αν αυτή η προεκλογική περίοδος θα συνοδευθεί από την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής, όπως παροτρύνει ο υπουργός Υγείας. Σε αυτό το πολιτικό κλίμα είναι αμφίβολο αν μπορεί να διεξαχθεί μια εποικοδομητική συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος.
10. Έχοντας, κατά το παρελθόν, διδάξει σε περιφερειακά πανεπιστήμια και όντας από το 2016 καθηγητής δημοσίου δικαίου στο Πάντειο, ποιές είναι οι απόψεις σας για το άρθρο 16 του Συντάγματος και το ακαδημαϊκό άσυλο;
Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό, που στα είκοσι και πλέον χρόνια της ακαδημαϊκής μου διαδρομής είχα την ευκαιρία να υπηρετήσω ως καθηγητής σε τρία πανεπιστήμια με διαφορετική φυσιογνωμία, το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και πλέον το Πάντειο Πανεπιστήμιο. Είμαι πεπεισμένος ότι το δημόσιο πανεπιστήμιο δεν έχει να φοβηθεί τίποτα από το άνοιγμα της ανώτατης εκπαίδευσης και στα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Αντίθετα, αυτό το άνοιγμα μπορεί να συμβάλλει στο να αντιμετωπίσουν χρόνιες παθογένειες. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ευρώπης όπου απαγορεύεται συνταγματικά η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Όμως οι συνθήκες σήμερα είναι εντελώς διαφορετικές από ό,τι το 1975, όταν θεσπίστηκε η απαγόρευση αυτή. Τότε αποτελούσε εγγύηση της κοινωνικής κινητικότητας, ενώ σήμερα λειτουργεί αντίστροφα ως μοχλός επίτασης κοινωνικών και εκπαιδευτικών ανισοτήτων. Με αυτό το σκεπτικό θεωρώ ότι το άρθρο 16 πρέπει να αναθεωρηθεί. Ως προς το ακαδημαϊκό άσυλο, είναι προφανές ότι εδώ και αρκετά χρόνια ο κίνδυνος φίμωσης της ακαδημαϊκής ελευθερίας και περιορισμού της πανεπιστημιακής αυτοδιοίκησης δεν προέρχεται κυρίως από το Κράτος, αλλά από ομάδες, συχνά άσχετες με το πανεπιστήμιο, που με βίαιο τρόπο παρεμβαίνουν και παρεμποδίζουν την ελευθερία λόγου, διδασκαλίας και έρευνας μέσα στα πανεπιστήμια. Οφείλουμε να ξαναδούμε το ζήτημα αυτό με ιδιαίτερη προσοχή και ευαισθησία.