ΤΟ (ΨΕΥΤΟ)ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ

Εφημερίδα “Έθνος”, 5/5/2015

Η ανάγκη άμεσης συμφωνίας με τους εταίρους μας φαίνεται να έχει αναγνωριστεί από τον πρωθυπουργό. Τα μηνύματα αισιοδοξίας για την έκβαση των διαπραγματεύσεων αποσκοπούν να αμβλύνουν την ανησυχία εντός και εκτός συνόρων, ώστε να μην εξελιχθεί σε πανικό με μη αναστρέψιμες συνέπειες για το τραπεζικό σύστημα, την πραγματική οικονομία και την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας.
 
Μεταστρέφοντας τον πολιτικό του λόγο ο πρωθυπουργός εγκαταλείπει την ανεδαφική ρητορεία των πρώτων μετεκλογικών ημερών, ότι «αν χρεοκοπήσει η Ελλάδα, το πρόβλημα θα είναι μεγαλύτερο για την Ευρωζώνη από ό,τι για την Ελλάδα», αντιλαμβανόμενος ότι ακόμη μεγαλύτερο θα είναι το πρόβλημα για τον ίδιο και την κυβέρνηση.
 
Όμως η υποχώρηση από την αρχική αδιαλλαξία αποκαλύπτει το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει. Αυτό δεν οφείλεται στις εσωκομματικές αντιδράσεις από την αριστερή πτέρυγα, που παραμένουν μειοψηφικές στο κόμμα, το Κοινοβούλιο και την κοινωνία. Αντίθετα, το αδιέξοδο εντοπίζεται στην αντίθεση των δεσμεύσεων που θα περιλαμβάνει η νέα συμφωνία προς όλα όσα έχει υποσχεθεί στους ψηφοφόρους του.
 
Το δίλημμα σήμερα είναι ξεκάθαρο: Πιστωτικό γεγονός, bank run, έλεγχος κίνησης κεφαλαίων, αδυναμία εκπλήρωσης βασικών υποχρεώσεων του κράτους και τελικά έξοδος από την Ευρωζώνη, με ανυπολόγιστες γεωπολιτικές επιπτώσεις και κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου, ή μια συμφωνία που δεν θα διαφέρει ουσιωδώς από τα προηγούμενα Μνημόνια;
 
Ο πρώτος δρόμος δεν συνιστά απλώς αθέτηση της προεκλογικής υπόσχεσης για παραμονή στην Ευρωζώνη, αλλά εθνική καταστροφή, που θα επέφερε πτώση της κυβέρνησης μέσα σε λίγες ημέρες.
 
Ο δεύτερος δρόμος, τον οποίο προκρίνει η συντριπτική πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, αποτελεί απόδειξη παταγώδους ματαίωσης ολόκληρης της πολιτικής αφήγησης που καλλιέργησε επί πέντε χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ για να ανέλθει από το 4,5% στο 36,5%.
 
Αυτή η ματαίωση θα προκαλέσει ραγδαία συρρίκνωση της εκλογικής του επιρροής και πιθανόν τη διάσπασή του, αλλά θα του επιτρέψει να (συγ)κυβερνήσει για ένα διάστημα, ελπίζοντας να εισφέρει έστω αλλαγές στους θεσμούς και τα δικαιώματα, οι οποίες δεν θα εξαρτώνται από τις νέες περιοριστικές πολιτικές.