Η διαρχία σε κυβέρνηση και κόμμα ως συνταγματικό πρόβλημα. Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Δικαιώματα του Ανθρώπου”, τεύχος 24/2004, σελ. 1279-1290.

δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Δικαιώματα του Ανθρώπου", τεύχος 24/2004, σελ. 1279-1290.

Τον Φεβρουάριο του 2004 σημειώθηκε για δεύτερη φορά στη μεταπολιτευτική πολιτική ιστορία διαρχία σε κυβέρνηση και κόμμα επί μονοκομματικής κυβερνήσεως. Πρόκειται για την ανάδειξη του Γεώργιου Παπανδρέου στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ την 7η Φεβρουαρίου, δηλαδή ένα μήνα πριν από την εκλογική αναμέτρηση της 7ης Μαρτίου 2004, με παραμονή του Κωνσταντίνου Σημίτη στο πρωθυπουργικό αξίωμα. Με αφορμή το γεγονός αυτό υποστηρίχθηκε σε άρθρο του καθηγητή Π. Παραρά στον ημερήσιο τύπο, με πυκνή επιστημονική τεκμηρίωση, ότι μετά την αλλαγή ηγεσίας στο κυβερνών κόμμα ο πρωθυπουργός οφείλει να υποβάλλει την παραίτησή του, ενώ αν δεν παραιτηθεί αμέσως, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι υποχρεωμένος «να υπογράψει την επομένη διάταγμα, χωρίς προσυπογραφή και να τον απαλλάξει από τα καθήκοντά του».
Στο παρόν κείμενο διατυπώνονται επιχειρήματα υπέρ της αντίθετης επιστημονικής άποψης από αυτήν που υποστήριξε ο καθηγητής Π. Παραράς. Από την ανάλυση που επιχειρείται προκύπτει ότι η διαρχία σε κόμμα και κυβέρνηση δεν προσκρούει σε κάποια συνταγματική επιταγή. Η αλλαγή ηγεσίας στο κυβερνών κόμμα δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να συνιστά λόγο παραίτησης του πρωθυπουργού. Η αντίθετη άποψη θα οδηγούσε σε μια σειρά σοβαρών προβλημάτων για τη λειτουργία του πολιτεύματος. Η αρχή της αυτορρύθμισης των πολιτικών κομμάτων δεν συνεπάγεται ότι η αλλαγή κομματικής ηγεσίας, που μπορεί να λάβει χώρα ανά πάσα στιγμή σύμφωνα με τις καταστατικές ρυθμίσεις κάθε κόμματος, θα ήταν ορθό από συνταγματική σκοπιά να επιφέρει και αυτόματη υποχρέωση αντικατάστασης του πρωθυπουργού. Η θέση του πρωθυπουργού είναι ιδιαιτέρως ενισχυμένη κατά την ισχύουσα συνταγματική τάξη, όπως άλλωστε σε κάθε κοινοβουλευτική δημοκρατία. Η ανάδειξη, η αντικατάσταση, η παραίτηση και η απαλλαγή από τα καθήκοντά του τυποποιούνται κατά τρόπο επαρκώς αναλυτικό και σαφή στο Σύνταγμα, ώστε να μην καταλείπονται περιθώρια εφαρμογής άλλων διαδικασιών που να οδηγούν στην αμφισβήτησή του, πέραν όσων καταγράφονται ρητά σε συγκεκριμένες συνταγματικές διατάξεις.
Από την άλλη πλευρά ούτε το κόμμα θα ήταν συνταγματικά ορθό να δεσμευτεί ότι θα διατηρήσει στην ηγεσία του το πρόσωπο που έχει αναδειχθεί πρωθυπουργός. Ο ρόλος και η λειτουργία του κόμματος διαφέρουν από τη λειτουργία της κυβέρνησης και της κοινοβουλευτικής ομάδας• και συνεπώς η επιλογή ενός άλλου προσώπου για την αρχηγία του αλλά και ως μελλοντικού υποψηφίου πρωθυπουργού κρίνεται απολύτως θεμιτή, ενίοτε δε και χρήσιμη για την βέλτιστη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Εξάλλου, εκτός από το παράδειγμα της βραχείας «διαρχίας» Κ. Σημίτη και Γ. Παπανδρέου, το μοντέλο αυτό έχει επιλεγεί σε άλλες χώρες και για πιο μακρό χρόνο, όπως επί παραδείγματι στην πρόσφατη επιλογή της «διαρχίας» από το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και τον καγκελάριο Σρέντερ. Η ευελιξία της συνταγματικής τάξης στο ζήτημα αυτό εξυπηρετεί απολύτως τη σαφή οριοθέτηση των ρόλων και των λειτουργιών του κόμματος, της κοινοβουλευτικής ομάδας, της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού στο πολίτευμα, ως οργανικών φορέων της συμπολίτευσης.