Δημοκρατία, Κοινωνικό Κράτος και Σύνταγμα στην ύστερη νεωτερικότητα (Πρόλογος Κωνσταντίνου Τσουκαλά)

(404 σελ., εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2006).

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΤΟΜΟΥ

Η κρίση της νεωτερικότητας και των θεσμικών της όψεων διασταυρώνεται με την έννοια της παγκοσμιοποίησης, που δεν δηλώνει μόνο την αυξανόμενη διασύνδεση ανάμεσα στα εθνικά κράτη, ιδίως μέσα από τη διαμόρφωση των σύγχρονων επικοινωνιακών δικτύων και των σύνθετων συστημάτων ανταλλαγής πληροφοριών, αλλά μια νέα σχέση μεταξύ χώρου και χρόνου που έχει αποκληθεί «συμπύκνωση του χώρου και του χρόνου». Η παγκοσμιοποίηση συνδέεται με τη διάβρωση της κυριαρχίας ως έννοιας σύμφυτης με το κράτος-έθνος και με την αποδόμηση του κοινωνικού κράτους. Ακόμη και αν η παγκοσμιοποίηση δεν αποκλείει το εθνικό κράτος ως κομβικό θεσμικό μόρφωμα της νεωτερικότητας, πάντως συνεπάγεται σημαντικές προσαρμογές και μεταρρυθμίσεις. Η διάβρωση της κυριαρχίας του κράτους-έθνους έχει ως συνέπεια την αλλοίωση και υπονόμευση της ποιότητάς του ως συνταγματικού κράτους, ενώ παράλληλα τα θεσμικά ελλείμματα στο υπερεθνικό επίπεδο αντιστρέφονται και εισχωρούν στη θεσμική του συγκρότηση. Κατ’ επέκταση συρρικνώνεται η σημασία της κοινωνικής αλληλεγγύης υπέρ των ατομοκεντρικών και παραγωγιστικών αντιλήψεων και απαξιώνεται η πολιτική ως μέσο ένταξης της ατομικότητας σε συλλογικότητα.
Αν η παγκοσμιοποίηση αποτελεί το περίγραμμα του «συμπυκνωμένου χώρου και χρόνου» όπου εκδιπλώνεται η ύστερη νεωτερικότητα, έννοια-κλειδί για την κατανόησή της αποτελεί η «κοινωνία της διακινδύνευσης». Στην ύστερη νεωτερικότητα αναφύονται νέοι κίνδυνοι, με διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά από τους φυσικούς κινδύνους και τις κοινωνικές διακινδυνεύσεις της βιομηχανικής εποχής, θέτοντας το κράτος μπροστά σε απροσδιόριστες, μη προγνώσιμες και ενίοτε μη αντιμετωπίσιμες συνέπειες των εφαρμογών του εκσυγχρονισμού. Σε αυτές τις διακινδυνεύσεις δεν περιλαμβάνονται μόνον όσες συμπλέκονται με τις εφαρμογές της γενετικής, τη χημική ρύπανση, την πυρηνική ενέργεια ή τους νέους κοινωνικούς κινδύνους, αλλά και το φαινόμενο της νέας τρομοκρατίας που καθιστά «τη λάμψη της ελευθερίας φωτεινότερη όταν αυτή θυσιάζεται στο βωμό της ασφάλειας». Μπροστά στους νέους κινδύνους της «κοινωνίας της διακινδύνευσης» το κράτος εμφανίζεται σε ποικίλες περιπτώσεις ανήμπορο να παρέμβει αποτελεσματικά, ενώ τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα είτε καθίστανται νεκρό γράμμα είτε σχετικοποιούνται εν ονόματι της προστασίας της ζωής και της ασφάλειας.
Η απάνθρωπη θεαματικότητα των «μεταμοντέρνων διακινδυνεύσεων» και ο τρόπος που αυτή αναδεικνύεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ενσπείρει τον πανικό και εξυπηρετεί ιδεολογικά τη συρρίκνωση της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με συνέπεια την αυτοαναπαραγωγή του φόβου. Η ενασχόληση με την προσωπική ασφάλεια διογκώνεται και καλύπτει όλους τους άλλους λόγους ανησυχίας με μια «βαθύτερη σκιά». Σε τελική ανάλυση, η θεαματικότητα των ίδιων των κρατικών μέτρων φαίνεται να ενδιαφέρει περισσότερο από την αποτελεσματικότητά τους. Οι πραγματικές διακινδυνεύσεις προβάλλονται επιλεκτικά, κατά τρόπο ώστε να αναδεικνύεται η κατασκευασμένη πραγματικότητα ως νομιμοποιητικό έρεισμα των κρατικών κατασταλτικών μηχανισμών, των οποίων η διόγκωση τείνει προς την επιβολή ενός αστυνομικού κράτους.
Ωστόσο ο όρος νεωτερικότητα μπορεί να προσεγγισθεί υπό δυο διαφορετικές έννοιες: τη νεωτερικότητα της τεχνολογίας, που είναι κατεξοχήν υλιστική στη συγκρότησή της, και τη νεωτερικότητα της απελευθέρωσης, με ιδίως ιδεολογικό περιεχόμενο. Στη φάση της ύστερης νεωτερικότητας οι δυο αυτές όψεις της νεωτερικότητας εμφανίζονται να τελούν σε ένταση, σε μια διαμάχη στο πλαίσιο της οποίας ο μεταμοντερνισμός δεν είναι σε κάθε περίπτωση μετα-νεωτερικός, αλλά αποτελεί «μια μέθοδο απόρριψης της νεωτερικότητας της τεχνολογίας για λογαριασμό της νεωτερικότητας της απελευθέρωσης». Πρόκειται εν τέλει για ένα εγχείρημα ανανοηματοδότησης της νεωτερικότητας μπροστά στις προκλήσεις της μεταβιομηχανικής εποχής, της παγκοσμιοποίησης και της κοινωνίας της διακινδύνευσης• και για την αντιστροφή της κυρίαρχης τάσης να προδιαγράφεται το μέλλον «μόνο μέσα από τις εξελίξεις της επιστήμης και της καλπάζουσας τεχνολογίας», που απαγορεύει πρακτικά στην Πολιτεία «να παρεμβαίνει δυναμικά στην κατεύθυνση ή στο περιεχόμενο της οικονομικής ανάπτυξης και της ελεύθερης επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας». Βέβαια μέσα στα συμφραζόμενα της ύστερης νεωτερικότητας, η νεωτερικότητα της απελευθέρωσης ακριβέστερο ίσως θα ήταν να περιγραφεί ως «νεωτερικότητα της ουτοπίας».
Μπορούν όμως οι πραγματικές μεταβολές του σύγχρονου κόσμου να προσεγγισθούν με βάση τα εννοιολογικά εργαλεία της νεωτερικότητας; Ποιο είναι το νόημα και το ουσιαστικό περιεχόμενο της κυριαρχίας, της δημοκρατίας, της κοινωνικής αλληλεγγύης και ποιες οι λειτουργίες και η κανονιστική ισχύς του Συντάγματος στην ύστερη νεωτερικότητα; Μήπως η ίδια η χρήση του όρου «ύστερη νεωτερικότητα» δεν υποκρύπτει μια αμφισβητήσιμη προ-επιλογή; Η κατανόηση του κατακερματισμένου αλλά και ομογενοποιούμενου – «παγκοσμιοποιημένου» κόσμου, της ανεξέλεγκτης κοινωνίας της διακινδύνευσης με τους υπερδιογκωμένους κοινωνικούς ελέγχους, της «θωρακισμένης δημοκρατίας» με τα ελλείμματα ως προς την αντιπροσώπευση και τις δικαιοκρατικές και κοινωνικοκρατικές εγγυήσεις, μπορεί να επιχειρηθεί με αναγωγή στο εννοιολογικό οπλοστάσιο της νεωτερικότητας; Είναι τελικά επαρκείς οι επιστημονικές μεθόδοι και, ευρύτερα, τα επιστημονικά παραδείγματα της πολιτειολογίας, της πολιτικής επιστήμης, του συνταγματικού δικαίου και εν γένει των κοινωνικών επιστημών για να προσεγγίσουν τις μεταβολές αυτές ή η κρίση της νεωτερικότητας θα οδηγήσει σε μια επιστημονική επανάσταση, κατά την ορολογία του Thomas Kuhn, και στη συγκρότηση μιας νέας επιστημονικής παράδοσης, ασύμμετρης προς την προηγούμενή της;
Για τη θεωρία και την πράξη της συνταγματικής επιστήμης, που τελεί σε άρρηκτη διασύνδεση με τον πολιτειολογικό και πολιτικοεπιστημονικό προβληματισμό, τα προηγούμενα ερωτήματα είναι εξαιρετικά κρίσιμα. Η αναλυτική προσέγγιση των σύγχρονων ζητημάτων της δημοκρατίας και του κοινωνικού κράτους προϋποθέτει επίγνωση των διακυβευμάτων της ύστερης νεωτερικότητας. Ποιο είναι σήμερα το πραγματικό περιεχόμενο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, πώς η αλλοίωση του ρόλου των πολιτικών κομμάτων επηρεάζει τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, σε ποιο βαθμό η ενδυνάμωση των μη κυβερνητικών οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών και η εξάπλωση του φαινομένου των ανεξάρτητων αρχών επενεργούν στις κρατικές λειτουργίες, ποια η σημασία της ανάδειξης συγκεκριμένων πεδίων κρατικής παρέμβασης που τελούν εκτός δημοκρατικού ελέγχου και επικαλούνται αποκλειστικά μια τεχνοκρατική νομιμοποίηση, πώς μπορεί να μετασχηματιστεί το κοινωνικό κράτος δικαίου προσαρμοζόμενο στα νέα δεδομένα του διεθνούς ανταγωνισμού χωρίς να διαρραγεί το πρόταγμα της κοινωνικής αλληλεγγύης και να κλονιστεί η συνταγματικά κατοχυρωμένη κοινωνική αρχή;
Περαιτέρω, κατά πόσον μπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να αποτελέσει ένα διακριτό πόλο έναντι των Η.Π.Α. με σκοπό τη δημοκρατική διακυβέρνηση της παγκοσμιοποίησης και τη διάσωση του λεγόμενου ευρωπαϊκού κοινωνικού προτύπου, τι μπορεί να σημαίνει δημοκρατία σε μια υπερεθνική ένωση λαών και κρατών που δεν βασίζεται σε μια «μυθολογία» περί έθνους ή σε έναν ευρωπαϊκό δήμο, πώς μπορούν να κατοχυρωθούν τα κοινωνικά δικαιώματα και η κοινωνική αλληλεγγύη στο ενωσιακό θεσμικό οικοδόμημα τη στιγμή που δεν έχουν εκχωρηθεί στα ενωσιακά όργανα οι αρμοδιότητες για την υλοποίησή τους, ποιες κατευθύνσεις αναδεικνύονται από το εγχείρημα συνταγματοποίησης της ευρωπαϊκής ενοποίησης και ποιοι συμβιβασμοί αποτυπώνονται σε αυτό;
Και ακόμη, ποιες είναι οι άμεσες ή έμμεσες επιπτώσεις της ύστερης νεωτερικότητας στην παραγωγή και την ερμηνεία του Συντάγματος, πώς επιχειρεί ο συνταγματικός νομοθέτης να θωρακίσει το συνταγματικό κράτος μπροστά στις μη προγνώσιμες καταστάσεις και τις ανασφάλειες της κοινωνίας της διακινδύνευσης, κατά πόσον μπορούν να παραμείνουν ανεπηρέαστες από την πολλαπλότητα των αξιών, των συμφερόντων και των «παικτών» της σύγχρονης πλουραλιστικής δημοκρατίας οι μεθόδοι ερμηνείας του συνταγματικού δικαίου;
Τα προηγούμενα αποτελούν τα κεντρικά ερωτήματα που διατρέχουν, από τη σκοπιά της συνταγματικής επιστήμης, τα τρία μέρη και το επίμετρο του βιβλίου, χωρίς ασφαλώς να αποτολμώνται επ’ αυτών γενικές απαντήσεις. Πιο συγκεκριμένα, στο πρώτο μέρος προσεγγίζονται ορισμένες σημαντικές εκφάνσεις των μετασχηματισμών στη λειτουργία της δημοκρατίας και του κοινωνικού κράτους σε επίπεδο κράτους-έθνους. Στο δεύτερο μέρος επιχειρείται η ανάλυση του περιεχομένου της δημοκρατικής αρχής και των κοινωνικών δικαιωμάτων στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό το πρίσμα του προτάγματος της ευρωπαϊκής αυτοδυναμίας. Το τρίτο μέρος πραγματεύεται ορισμένες σύγχρονες τάσεις και κατευθύνσεις στη συνταγματική ερμηνεία και τη συνταγματική νομοθέτηση, που συναρτώνται άμεσα με την «ποιότητα» της δημοκρατίας και των δικαιοκρατικών θεσμών. Τέλος το επίμετρο επικεντρώνεται σε ένα πιο «επικαιρικό» ζήτημα: τη θέσπιση της «Συνθήκης για το Σύνταγμα της Ευρώπης», το περιεχόμενό της, τα αίτια της κρίσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά τα αρνητικά δημοψηφίσματα στη Γαλλία και την Ολλανδία και τη σημασία της ενεργοποίησης των ευρωπαϊκών λαών για την εμβάθυνση και τη νομιμοποίηση του ενωσιακού εγχειρήματος.
Τα ζητήματα της δημοκρατίας, του κοινωνικού κράτους και του Συντάγματος αποτελούν τα μείζονα διακυβεύματα της σύγχρονης Πολιτείας. Κατεξοχήν κατά την πραγμάτευση τέτοιων ζητημάτων δεν χωρεί καν η υποψία μιας κατ’ επίφαση «επιστημονικής ουδετερότητας». Στο βιβλίο αυτό ήταν αναπόφευκτο η επιστημονική ανάλυση να συναρμόζεται διαρκώς, υπό τας γραμμάς, με σαφείς πολιτικές «προαντιλήψεις». Η αναζήτηση στο συνταγματικό κείμενο και στην πολιτειακή θεωρία και πράξη ερεισμάτων για την ανάδειξη του νοήματος των δημοκρατικών και κοινωνικοκρατικών εγγυήσεων στην ύστερη νεωτερικότητα δεν μπορεί λοιπόν παρά να εμφορείται εν τέλει από συγκεκριμένες θέσεις για το μέλλον της δημοκρατίας και του κοινωνικού κράτους.