Η ΘΥΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ

Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 2/12/2008

Η διεθνής οικονομική κρίση επηρεάζει άμεσα τον κόσμο της εργασίας. Όλες οι έρευνες και οι προγνώσεις καταλήγουν σήμερα στο συμπέρασμα ότι η περίοδος βαθιάς ύφεσης, στην οποία εισήλθε η παγκόσμια οικονομία, θα επιφέρει, κατά τους επόμενους μήνες, κύματα απολύσεων. Οι εργαζόμενοι αποτελούν τα πρώτα, κατά κανόνα «εύκολα», θύματα της απο-ανάπτυξης. Ωστόσο, το έδαφος για τη θυματοποίηση των εργαζομένων προετοιμάστηκε σταδιακά ήδη από την προηγούμενη δεκαετία, μέσα από την απορρύθμιση του κοινωνικού κράτους και την υπονόμευση των προστατευτικών ρυθμίσεων της εργατικής νομοθεσίας. Βασικό δικαιολογητικό λόγο για την υποχώρηση των εγγυήσεων της εργασίας υπέρ του οικονομικού ανταγωνισμού αποτέλεσαν τα προηγούμενα χρόνια τα νεοφιλελεύθερα δόγματα περί παγκοσμιοποίησης και διόγκωσης της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, στο πλαίσιο των διεθνοποιημένων αγορών. Στις τωρινές συνθήκες οικονομικής κατάρρευσης το επιχείρημα που προβάλλεται πλέον είναι η αναγκαστική μείωση προσωπικού, ως προϋπόθεση για την επιβίωση ακόμη και επιχειρηματικών κολοσσών. Όμως και στις δύο περιπτώσεις το σκεπτικό εμφανίζεται παρόμοιο: Η μείωση του εργασιακού κόστους, η ευελιξία στην απασχόληση, η συρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων προσεγγίζονται ως «αυτονόητες» κινήσεις στην επιχειρηματική σκακιέρα προς όφελος των επιχειρήσεων και εις βάρος της επιβίωσης των εργαζομένων.
Θα ήταν ασφαλώς αντίθετο στην ίδια τη φύση του καπιταλιστικού συστήματος να περιμένει κανείς ότι οι επιχειρήσεις θα αναλάβουν αυτοβούλως το κοινωνικό κόστος της οικονομικής κρίσης. Η ευθύνη βαραίνει πρωτίστως το κράτος, του οποίου ο ρόλος στα πεδία της απασχόλησης και της κοινωνικής προστασίας επιχειρήθηκε συστηματικά να υποβαθμιστεί. Η κρατική παρέμβαση είναι όμως αδιανόητο να περιορίζεται στη διασφάλιση των μηχανισμών συμβιβασμού και διαπραγμάτευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και των επιμέρους ομάδων ειδικών συμφερόντων. Κάθε δημοκρατικό και κοινωνικό κράτος διατηρεί την υποχρέωση να παρεμβαίνει για τη συνολική εξισορρόπηση της προσφοράς και της ζήτησης εργασίας και για τη ρύθμιση των συνθηκών άσκησης του δικαιώματος στην εργασία, να μεσολαβεί για την πλήρωση κενών θέσεων εργασίας ή την επίλυση μισθολογικών διαφορών, να ενισχύει την επενδυτική δραστηριότητα για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, να μεριμνά για την ασφάλεια στους χώρους εργασίας, καθώς και για την επαγγελματική επιμόρφωση και επαναπροώθηση στην εργασία του εργατικού δυναμικού.
Οι Έλληνες εργαζόμενοι δεν φαίνεται, όπως προκύπτει από πρόσφατες έρευνες κοινής γνώμης, να εμπιστεύονται την ελληνική πολιτεία ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της απέναντι στον κόσμο της εργασίας. Όσο επινοητική και αυστηρή εμφανίζεται η πολιτεία στη λειτουργία της ως κράτος επιτήρησης και καταστολής, άλλο τόσο ασυνεπής και άπραγη αποδεικνύεται σε σχέση με την προστασία της εργασίας. Όμως ο κοινωνικός αποκλεισμός και η περιθωριοποίηση που συνεπάγονται η ανεργία, η υποαπασχόληση, η φτώχεια και, τελικά, η κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής, δεν αποτελούν παρά τον προθάλαμο της παραβατικότητας. Αν το κράτος έχει επιλέξει να λειτουργεί αποτελεσματικότερα ως κράτος καταστολής παρά ως κοινωνικό κράτος δικαίου, τότε δεν απέχουμε πολύ είτε από μια κοινωνική έκρηξη είτε από έναν οργουελικού τύπου ολοκληρωτισμό με κατ επίφαση δημοκρατικούς θεσμούς.