Η κρίση αξιοπιστίας των θεσμών

Τα Νέα, 7.6.2025

Πενήντα χρόνια μετά τη θέσπισή του, το Σύνταγμά μας βρίσκεται αντιμέτωπο με την κρίση αξιοπιστίας των θεσμών. Το κρισιμότερο ζήτημα που θα πρέπει να απασχολήσει τον μελλοντικό αναθεωρητικό νομοθέτη είναι η διασφάλιση της λειτουργίας αποτελεσματικών αντίβαρων απέναντι στην εκάστοτε κυβερνώσα πλειοψηφία. Ανεξάρτητα από τη θεσμική επιλογή ή την πολιτική κουλτούρα ενός μοντέλου συναινετικής ή συγκρουσιακής δημοκρατίας, οι θεσμικές ανασχέσεις και τα αντισταθμίσματα προς την παντοδυναμία των κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών, άρα και προς τη μονοκρατορία του πρωθυπουργού, αποτελούν προϋπόθεση για τη σταθερότητα του δημοκρατικού κράτους δικαίου και την τήρηση του Συντάγματος.

Για να διασφαλιστεί η δεσμευτικότητα του Συντάγματος προϋπόθεση αποτελεί να αποτυπώνει μια μηχανική που οδηγεί τα κρατικά όργανα και τα πολιτικά υποκείμενα σε επιθυμητές θεσμικές συμπεριφορές, οι οποίες εξυπηρετούν την εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος. Δεν αποτελεί δείγμα κατανόησης της λειτουργίας του Συντάγματος να προσδοκά ο συνταγματικός νομοθέτης ότι οι θεσμικοί και πολιτικοί παίκτες θα ενεργήσουν με πνεύμα αμεροληψίας και ακριβοδικίας, ακολουθώντας ηθικοπολιτικές αρχές και προτάγματα, ούτε να επαφίεται στις καλές προθέσεις τους για να επιτύχει συγκεκριμένα αποτελέσματα.

Τα πολιτικά και θεσμικά υποκείμενα δεν λειτουργούν στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψης πολιτικών αποφάσεων κατ’ ανάγκην με γνώμονα την επίτευξη του δημοσίου συμφέροντος ή του συλλογικού καλού, αλλά πολύ συχνά, με τα λόγια του Αμερικανού στοχαστή John Dewey, «έχουν ιδιωτικά συμφέροντα να υπηρετήσουν, καθώς και συμφέροντα ειδικών ομάδων όπως είναι η οικογένεια, η κλίκα ή η τάξη στην οποία ανήκουν». Πρόκειται για μία γνώριμη συνθήκη στην ελληνική πραγματικότητα.

Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν ενδείξεις ότι το Σύνταγμά μας μετατρέπεται σταδιακά από δεσμευτικό κείμενο σε ευχολόγιο. Από το 2010 μέχρι σήμερα η εμπιστοσύνη των πολιτών στο Σύνταγμα έχει τρωθεί. Οι διαδοχικές κρίσεις, από την οικονομική και την υγειονομική μέχρι την πληθωριστική, έχουν δοκιμάσει την ανθεκτικότητα του Συντάγματος. Η νομολογία μας τέθηκε μπροστά σε πρωτόγνωρα διακυβεύματα και σε αρκετές περιπτώσεις συντελέστηκε η μεταστροφή της σε ζητήματα ιδιαίτερης συνταγματικής βαρύτητας. Αλλά υπάρχουν και πολλές περιπτώσεις στις οποίες σημειώθηκαν παραβιάσεις του Συντάγματος χωρίς τα επίμαχα θέματα να συναρτώνται με μία επιμέρους κρίση, άρα με εξωγενείς παράγοντες.

Εντελώς ενδεικτικά, πέρσι ο ορισμός των μελών δύο ανεξάρτητων αρχών, της ΑΔΑΕ και της ΕΣΡ, χωρίς να τηρηθεί η συνταγματικά προβλεπόμενη πλειοψηφία των τριών πέμπτων των μελών της Βουλής και εντελώς πρόσφατα η καταστρατήγηση του άρθρου 86 του Συντάγματος σε ό,τι αφορά την ποινική ευθύνη των υπουργών, με την προσχηματική λειτουργία της προανακριτικής επιτροπής για την υπόθεση των Τεμπών.

Εξίσου κρίσιμή με την παραβίαση του Συντάγματος είναι η ανενέργεια των άρθρων 73 παρ. 6 (λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία), 96 παρ. 5 (οργάνωση της στρατιωτικής δικαιοσύνης) και 86 (αποσβεστική προθεσμία για την απόδοση ποινικής ευθύνης στους υπουργούς) του Συντάγματος μέσω της παράλειψης να θεσπιστούν οι αναγκαίοι εκτελεστικοί νόμοι από το 2019 που αναθεωρήθηκαν μέχρι σήμερα.

Θα μπορούσαν οι παθογένειες αυτές να θεραπευθούν στην εξαγγελθείσα συνταγματική αναθεώρηση, για παράδειγμα με την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου; Πώς θα αναστραφεί η κρίση εμπιστοσύνης προς τη δικαστική εξουσία; Πώς θα τιθασευθούν ερμηνευτικές ακροβασίες οι οποίες αγνοούν ακόμη και τα όρια που σαφώς θέτει το γράμμα του Συντάγματος στον ερμηνευτή του, όπως στην περίπτωση των ιδιωτικών πανεπιστήμιων, για τη σύσταση των οποίων αναγκαία ήταν προηγουμένως η αναθεώρηση του άρθρου 16 Συντ;

Οφείλουμε να συζητήσουμε σοβαρά για τους μηχανισμούς ελέγχου της εφαρμογής του Συντάγματος, προκειμένου να μην εμπεδωθεί η κρίση αξιοπιστίας των θεσμών. Η εμπειρία των εντεινόμενων καταστρατηγήσεων και παραβιάσεων του Συντάγματος οδηγεί στο συμπέρασμα ότι χρειάζεται να ξανασκεφτούμε τους μηχανισμούς που διασφαλίζουν την τήρησή του. Διαφορετικά είναι θέμα χρόνου να προσλαμβάνεται πλέον το Σύνταγμα όχι ως δεσμευτικό κείμενο αλλά ως ευχολόγιο.