«Η νύχτα που έφυγε ο Παύλος»: Συνέντευξη στον Βασίλη Σκουρή

iEidiseis, 26.8.2023

Γράψατε ένα βιβλίο για τον Παύλο Φύσσα και την εγκληματική οργάνωση Χρυσή Αυγή, με αναφορές στη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, που μόλις κυκλοφόρησε. Πώς αποφασίσατε να αφήσετε για δεύτερη φορά τον επιστημονικό και δοκιμιακό λόγο για ένα λογοτεχνικό αφήγημα βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα;

Το στοίχημα ήταν να αφηγηθώ την ιστορία του Παύλου Φύσσα και της εγκληματικής δράσης της Χρυσής Αυγής με έναν τρόπο που δεν θα περιγράφει απλά τα γεγονότα, αλλά θα αγγίζει την καρδιά. Δεν αρκεί η περιγραφή και η εκλογίκευση. Νομίζω ότι για να προσεγγίσουμε το βάθος των προσώπων και των γεγονότων χρειάζεται ένας λόγος πιο άμεσος. Στο πρώτο μου μυθιστόρημα «Η τρέλα ν’ αλλάξουν τον κόσμο», που κυκλοφόρησε πέρσι, έβαλα στο στόμα ενός από τους κεντρικούς ήρωες, τον Νίκο Μπελογιάννη, τα εξής λόγια:

«Η θεωρητική ανάλυση δεν αρκεί για να κατανοήσουμε την κοινωνική πραγματικότητα, ιδίως για να την εξηγήσουμε στους ανθρώπους. Χρειάζεται το λογοτεχνικό έργο, που φωτίζει έναν μικρόκοσμο, για να φανεί η αλήθεια των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων. Τα σκοτάδια της πραγματικότητας που ζούμε μόνο η λογοτεχνία μπορεί να τα φέρει στο φως, με έναν τρόπο που οι κοινωνικές επιστήμες δεν καταφέρνουν».

Πώς συνδέεται η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963 με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα 50 χρόνια αργότερα;

Οι δολοφονίες δυο προσώπων, αυτών των δυο ηρώων, έγιναν με ακριβώς 50 χρόνια απόσταση, υπό συνθήκες που παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες: Η αντιφασιστική τους δράση, η προγραφή τους από την Ακροδεξιά, οι ενέδρες, ο ρόλος της Αστυνομίας, που παρακολουθούσε αμέτοχη, ακόμη και η φυσιογνωμία των δολοφόνων τους. Ίσως να είναι σύμπτωση ή οφθαλμαπάτη, αλλά η φυσιογνωμία και το σουλούπι του δολοφόνου του Λαμπράκη, του Μανώλη Εμμανουηλίδη, θυμίζουν έντονα τον Γιώργο Ρουπακιά.

Υπάρχει όμως και κάτι άλλο που με ώθησε να συνδέσω μέσα στο βιβλίο την περιγραφή της δολοφονίας και των τελευταίων στιγμών του βουλευτή της Αριστεράς, πρωταθλητή του στίβου, γιατρού Γρηγόρη Λαμπράκη με τη δολοφονία του Παύλου: Μια αποστροφή του λόγου του πρωθυπουργού, ο οποίος είχε πει πριν από 3-4 χρόνια, «Ποιος θυμάται τώρα τον Γρηγόρη Λαμπράκη;». Και με τρόμο σκέφτηκα ότι αυτή τη φράση θα μπορούσε ίσως, μετά από λίγα χρόνια, να την εκστομίσει ένας επόμενος πρωθυπουργός για τον Παύλο Φύσσα. Ήδη ακριβώς δέκα χρόνια μετά τη δολοφονία του, κάποιοι επιλέγουν να ξεχάσουν. Ξαναγυρίζουμε λοιπόν στη μνήμη ως αίτημα.

Στο βιβλίο χρησιμοποιείτε μια ιδιαίτερη, πολυεπίπεδη γραφή. Πώς καταλήξατε σε αυτό το λογοτεχνικό ύφος;

Είχα αρχίσει να γράφω εντατικά την ιστορία του Παύλου Φύσσα και της Χρυσής Αυγής, όταν έπεσαν στα χέρια μου τα πρακτικά της δίκης, περίπου δεκατρείς χιλιάδες σελίδες. Όταν ξεκίνησα το διάβασμα κατάλαβα ότι καμία λογοτεχνική πένα δεν θα μπορούσε να αποδώσει την ιστορία με τον τρόπο που την αφηγήθηκαν οι πρωταγωνιστές της, οι αυτόπτες μάρτυρες, οι μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης, οι άνθρωποι που έζησαν τα γεγονότα από μέσα και εκείνοι που αναζήτησαν την αλήθεια. Έτσι το βιβλίο συνδυάζει τη μυθιστορηματική πλοκή με τις φωνές όλων αυτών των ανθρώπων.

Αυτό είναι λοιπόν το πρώτο επίπεδο του βιβλίου. Το δεύτερο επίπεδο είναι η αναδρομή σε μια ιστορία που μοιάζει καταπληκτικά με όσα συνέβησαν στην Αμφιάλη το 2013. Είναι η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη το 1963.

Ποιοι ήταν ο Παύλος Φύσσας και ο Γρηγόρης Λαμπράκης; Γιατί στοχοποιήθηκαν; Πώς εκτυλίχθηκαν οι πλεκτάνες που οδήγησαν στις δολοφονίες τους; Το βιβλίο δεν είναι μια δοκιμιακή ανάλυση, αλλά μια αφήγηση βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα. Η δράση είναι καταιγιστική. Οι διάλογοι μεταξύ των προσώπων και οι μαρτυρίες τους αποκαλύπτουν περισσότερα από όσα θα μπορούσε να αποδείξει οποιαδήποτε πολιτική ή επιστημονική προσέγγιση.

Σε πολλά κεφάλαια του βιβλίου πρωταγωνιστεί η Μάγδα Φύσσα. Είναι τελικά εκείνη η κεντρική ηρωίδα;

Ίσως να έχετε δίκιο. Η μαρτυρία της Μάγδας Φύσσα, η διαρκής παρουσία της στο Εφετείο Κακουργημάτων επί πεντέμισι χρόνια, οι προσωπικές αφηγήσεις της για τον Παύλο είναι συγκλονιστικές. Από τον τρόπο που μίλησε στο δικαστήριο για τη βραδιά της δολοφονίας μέχρι την σπαρακτική κραυγή της τη μέρα που ανακοινώθηκε η καταδικαστική απόφαση, στο περιστύλιο, «Παύλο, τα κατάφερες, γιε μου, γιε μου, γιε μου». Η παρουσία της και ο λόγος της άγγιξαν ακόμα και κάποιους μετανοημένους Χρυσαυγίτες.

Ένας από αυτούς είπε μεταξύ άλλων στο δικαστήριο για το πώς απομακρύνθηκε από τη Χρυσή Αυγή ότι «Αυτό που έκανε εμένα να αντιδράσω ήταν η μαμά του Παύλου Φύσσα. Η εικόνα της μητέρας που έχασε το παιδί της. Η αντίδρασή μου έγινε σε χρόνο μεταγενέστερο. Υπήρχαν κάποιες μικρές διαφωνίες, για εσωκομματικούς λόγους πάντα, αλλά το ποτήρι που ξεχείλισε ήταν όταν είδα τη μάνα του Φύσσα στην τηλεόραση». Δεν μπορώ λοιπόν να ξεχωρίσω τον Παύλο και τη Μάγδα Φύσσα ως σύμβολα στη σύγκρουση με τη νεοναζιστική Ακροδεξιά.

Στις 8 Αυγούστου δολοφονήθηκε ο Πακιστανός μετανάστης Σιράζ Χαφτάρ. Θεωρείτε ότι σηματοδοτεί μία επιστροφή στις τακτικές της Χρυσής Αυγής πριν από μια δεκαετία;

Υπάρχει μια σειρά από γεγονότα που επιβεβαιώνουν τη βίαιη επιστροφή της Ακροδεξιάς, που κατά τη γνώμη μου αποτελεί στην Ελλάδα μια ειδική περίπτωση σε σύγκριση με την ευρωπαϊκή Ακροδεξιά, η οποία επίσης ενισχύεται επικίνδυνα τα τελευταία χρόνια. Η δολοφονία του Χαφτάρ είναι ένα από αυτά τα γεγονότα, βλέπουμε όμως αυτές τις μέρες και τη δράση των παρακρατικών-ακροδεξιών πολιτοφυλάκων στον Έβρο, με την παρότρυνση και την πολιτική κάλυψη στελεχών κοινοβουλευτικών κομμάτων.

Η στρατηγική της Χρυσής Αυγής πριν από δέκα χρόνια ήταν να χτυπάει τα στοχοποιημένα θύματά της αφήνοντας πίσω τη σφραγίδα της και όχι κρυπτόμενη. Το είδαμε στις επιθέσεις κατά των Αιγύπτιων αλιεργατών και κατά των συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ, το είδαμε στις δεκάδες επιθέσεις κατά μεταναστών. Αν δεν είχε συλληφθεί στον τόπο του εγκλήματος ο δολοφόνος του Παύλου Φύσσα ενδεχομένως η πορεία της Χρυσής Αυγής να ήταν εντελώς διαφορετική. Φοβάμαι ότι, με ευθύνη και κομμάτων του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου, η Ακροδεξιά ξαναβγαίνει στους δρόμους.

Και δεν αναφέρομαι μόνο στους άστοχους και αλυσιτελείς χειρισμούς ως προς τον αποκλεισμό του Κασιδιάρη από τις βουλευτικές εκλογές ή τον μη αποκλεισμό του από τις αυτοδιοικητικές, αλλά ιδίως σε έναν πολιτικό λόγο ο οποίος έμμεσα νομιμοποιεί την ακροδεξιά ρητορεία.

Ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου έχει τίτλο «Φύσσας, Τεμπονέρας, Πέτρουλας, Λαμπράκης». Πώς συνδέονται τα πρόσωπα στην αφήγηση;

Θα σας προκαλέσει ίσως εντύπωση, αλλά αυτή τη σύνδεση την επιχείρησαν οι κατηγορούμενοι από την ηγεσία της Χρυσής Αυγής στο Εφετείο Κακουργημάτων, προκειμένου να ισχυριστούν ότι τα κόμματα ή οι κυβερνήσεις που συνδέονται ιστορικά με αυτές τις δολοφονίες δεν υπείχαν ποινικές ευθύνες.

Από την άλλη πλευρά όμως, αυτή η σύνδεση μας επιτρέπει να στοχαστούμε για τους κύκλους της ιστορίας, τη γραμμή αίματος που συνδέει τις μεγάλες πολιτικές δολοφονίες τα τελευταία 60 χρόνια και τη διαχρονική παρουσία του ακροδεξιού παρακράτους το οποίο αλλάζει πρόσωπα, αλλά διατηρεί έναν αναλλοίωτο ιδεολογικοπολιτικό πυρήνα.

Πώς πιστεύετε ότι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά την Ακροδεξιά σήμερα;

Δεν πιστεύω ότι ο εκλογικός αποκλεισμός κομμάτων αποτελεί τη σωστή μέθοδο για την αντιμετώπιση της Ακροδεξιάς και των νεοναζιστικών μορφωμάτων. Ακόμη και σε χώρες που έχουν κατοχυρώσει συνταγματικά το μοντέλο της μαχόμενης δημοκρατίας, όπως η Γερμανία και η Αυστρία, στην πράξη η απαγόρευση κομμάτων έχει εγκαταλειφθεί.

Τη σημαντικότερη άμυνα απέναντι στους εχθρούς του Συντάγματος και της δημοκρατίας δεν μπορεί να αποτελέσει η απαγόρευση της συμμετοχής τους στις εκλογές, αλλά η πολιτική και κοινωνική τους απομόνωση, η πολιτειακή παιδεία και η απαξίωση του ακροδεξιού, αντισυστημικού και ρατσιστικού λόγου. Σε αυτή την προσπάθεια εντάσσεται και το βιβλίο «Η νύχτα που έφυγε ο Παύλος».

Θα συνεχίσετε μετά από αυτό το βιβλίο τη λογοτεχνική συγγραφή;

Μέσα στο φθινόπωρο πρόκειται να κυκλοφορήσει άλλο ένα βιβλίο μου, καθαρά επιστημονικό, με τίτλο «Δώδεκα Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου», ογκώδες και αρκετά τεχνικό. Άρα σίγουρα δεν πρόκειται να εγκαταλείψω την ακαδημαϊκή δουλειά ως συνταγματολόγος.

Ωστόσο, τις δυνατότητες που δίνει η λογοτεχνική γραφή, μυθοπλαστική ή μη, δεν τις προσφέρει κανένα άλλο είδος λόγου. Όσο υπάρχουν ιστορίες που προκαλούν συγκίνηση και αγγίζουν άλλους ανθρώπους θα συνεχίσω να γράφω για πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα που σημάδεψαν την πολιτική μας ιστορία.