Η σειρά των υποψηφίων βουλευτών στις εκλογές με λίστα

syntagmawatch.gr, 14.6.2023

I

Η κατ’ οικονομίαν διενέργεια εκλογών με δεσμευμένους συνδυασμούς κατ’ εξαίρεση, εφόσον δεν παρήλθαν περισσότεροι από 18 μήνες από τις προηγούμενες εκλογές, αποσκοπεί πρωτίστως στην αποτροπή μιας συχνής, υπέρμετρης συνεπώς επιβάρυνσης των βουλευτών στο πλαίσιο του προσωπικού εκλογικού ανταγωνισμού που απαιτείται ενόψει του συστήματος της σταυροδοσίας και, κατ’ επέκταση, της συχνής εμπλοκής τους σε μια εκλογική διαδικασία που τους καθιστά πιο ευάλωτους έναντι ιδιωτικών κέντρων οικονομικής και επικοινωνιακής ισχύος, τα οποία στις σύγχρονες δημοκρατίες έχουν «αποικίσει» την πολιτική.

Περαιτέρω, επιδιώκεται να αποτραπεί η ενδεχόμενη χειραγώγηση των βουλευτών από τις κομματικές ηγεσίες που, προκειμένου να επιβάλλουν στους βουλευτές μια κακώς νοούμενη κομματική πειθαρχία, θα είχαν τη δυνατότητα να τους «απειλούν» με προσφυγή σε πρόωρες, εντός δεκαοκταμήνου εκλογές, θέτοντάς τους ενώπιον διαρκών προεκλογικών ανταγωνισμών. Όμως εξίσου «εκβιαστικά» θα επενεργούσε έναντι των βουλευτών η απειλή των πρόωρων εκλογών με λίστα, εφόσον η κατάρτιση των συνδυασμών γινόταν με αποκλειστική ευθύνη της κομματικής ηγεσίας. Και στις δυο περιπτώσεις, ο βουλευτής καθίσταται αιχμάλωτος των κομματικών ηγεσιών, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να επιτελέσει το θεσμικό του ρόλο, όπως τον επιτάσσει το Σύνταγμα. Είτε ο βουλευτής τίθεται μπροστά στο ενδεχόμενο διενέργειας συχνότατων εκλογών, προ της παρελεύσεως δεκαοκταμήνου, είτε κινδυνεύει με εξοβελισμό από τη λίστα, σε αμφότερες τις εκδοχές τελεί υπό την πολιτική πίεση των κομματικών ηγεσιών. Κάτι τέτοιο προφανώς δεν είναι όμως το επιθυμητό αποτέλεσμα της εξαίρεσης του άρθρου 10 Ν. 3231/2004.

Οι κατ’ οικονομίαν εκλογές εντός δεκαοκταμήνου αποσκοπούν στην «απελευθέρωση» του βουλευτή τόσο από την κομματική χειραγώγηση όσο και από τις ποικίλες επιπτώσεις των συχνών προσωπικών εκλογικών ανταγωνισμών, και όχι στην αποδυνάμωση του θεσμικού του ρόλου. Η λίστα ενσωματώθηκε ως εξαιρετική περίπτωση στο εκλογικό σύστημα, ακριβώς για να μην υπόκεινται οι βουλευτές στον «εκβιασμό» των πρόωρων εκλογών και όχι ως μηχανισμός χειραγώγησής τους. Η κατ’ οικονομίαν διενέργεια εκλογών χωρίς σταυρό προτίμησης, στην εξαιρετική περίπτωση της εντός δεκαοκταμήνου από τις προηγούμενες εκλογές διάλυσης της Βουλής, αποτελεί συνεπώς μέσο εξυπηρέτησης ενός ευρύτερου σκοπού: Αποσκοπεί στη διασφάλιση της δυνατότητας του βουλευτή να ασκεί τον θεσμικό του ρόλο χωρίς να συνθλίβεται μέσα σε απρόσωπες κομματικές ή κοινοβουλευτικές ομαδοποιήσεις και χωρίς να τελεί υπό καθεστώς διαρκούς «εκλογικής ετοιμότητας», στο πλαίσιο της σύγχρονης τηλεοπτικής δημοκρατίας.Κρίσιμο είναι εν προκειμένω να μην επικρατήσει μία στρεβλή αντίληψη περί υποχρεώσεως των βουλευτών να χειροκροτούν πειθήνια κάθε πράξη, παράλειψη και δήλωση των κομματικών ηγεσιών ή, τουλάχιστον, να σιωπούν. Η δημόσια διατύπωση μίας άλλης άποψης θεωρείται, κατά την αντίληψη αυτή, ως ατόπημα που ευλόγως θα επέσυρε τη διαγραφή από την κοινοβουλευτική ομάδα.

Ανάμεσα στις ποικίλες θεσμικές και πολιτικές παθογένειες που συνοδεύουν την εντεινόμενη κρίση του πολιτικού συστήματος φαίνεται, λοιπόν, να εγκαθιδρύεται ένας νέου τύπου «δημοκρατικός συγκεντρωτισμός». Έτσι αναιρείται, άλλωστε, η συνταγματική επιταγή της ελεύθερης εντολής, που κατοχυρώνει την κατά συνείδηση γνώμη και ψήφο των βουλευτών. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι η διαφοροποίηση του βουλευτή σε μείζονος σημασίας ζητήματα στερείται συνεπειών ως προς τη σχέση του με το κόμμα. Όμως αποτελεί θεσμική και πολιτική έκπτωση να αντιμετωπίζεται ως πολιτικό ατόπημα ο ανοικτός δημόσιος διάλογος, ειδικά όταν μετέχουν σε αυτόν πρόσωπα περιβεβλημένα με την εμπιστοσύνη των πολιτών. Η επιχειρούμενη φίμωση των βουλευτών, υπό την απειλή του αποκλεισμού τους από τα ψηφοδέλτια του κόμματος στις επόμενες εκλογές, συνιστά στρέβλωση του πολιτικού συστήματος που, σε συνδυασμό με τα σοβαρά ελλείμματα εσωκομματικής δημοκρατίας, ενισχύει την υποβάθμιση της πολιτικής ζωής και την αποστασιοποίηση των πολιτών από την πολιτική.

Σε τελική ανάλυση, η ratio της εξαίρεσης που εισάγεται ως προς τον κανόνα του σταυρού προτίμησης συνίσταται στην προστασία των βουλευτών από διαρκείς εκλογικές αναμετρήσεις, που όχι μόνο θα τους «επιβάρυναν» υπέρμετρα αλλά, πρωτίστως, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως μηχανισμός αποψίλωσης της θεσμικής τους αυτοτέλειας, η οποία κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής. Εφόσον δεν διασφαλίζονται εγγυήσεις ουσιαστικής συμμετοχής των κομματικών μελών και της πολιτικής κοινωνίας στη διαδικασία λήψης κρίσιμων αποφάσεων, όπως η κατάρτιση δεσμευμένων συνδυασμών, η εν λευκώ παραχώρηση στις κομματικές ηγεσίες της επίμαχης αρμοδιότητας θα σήμαινε περαιτέρω αποδυνάμωση της ικανότητας των πολιτικών κομμάτων να ανταποκριθούν στη συνταγματική τους αποστολή, ως διαμεσολαβητές μεταξύ κράτους και κοινωνίας.

II

Εφόσον δεν διασφαλίζονται εγγυήσεις για την κατάρτιση των δεσμευμένων συνδυασμών με δημοκρατικές διαδικασίες, η αποδοχή μιας ερμηνευτικής εκδοχής περί δυνατότητας ανεξέλεγκτης ανατροπής της σειράς εκλογής των βουλευτών στην αμέσως προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση θα συνεπαγόταν την ενδυνάμωση των συγκεντρωτικών τάσεων στα πολιτικά κόμματα και θα αποδυνάμωνε περαιτέρω το ρόλο της κοινωνικής βάσης των κομμάτων στη λήψη κρίσιμων αποφάσεων. Μια τέτοια αντίληψη αντίκειται προς τη δημοκρατική αρχή, της οποίας η νομιμοποιητική λειτουργία αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

Aν ανατραπεί η σειρά εκλογής των βουλευτών, όχι μόνο δεν ακολουθείται η συνταγματική επιταγή, κατά την οποία η επιλογή των υποψηφίων από το κόμμα θεωρείται νομιμοποιημένη υπό τον όρο ότι εφαρμόζονται δημοκρατικές εσωκομματικές διαδικασίες, αλλά παράλληλα ακυρώνεται από τις κομματικές ηγεσίες η πρόσφατη λαϊκή βούληση, όπως εκφράστηκε με το σταυρό προτίμησης. Σε τελική ανάλυση, όλα τα προηγούμενα συντελούν στη διευρυνόμενη απαξίωση και δυσπιστία έναντι των πολιτικών κομμάτων, στην πολιτική αποχή ή και απάθεια, που ασφαλώς ο συνταγματικός και ο κοινός νομοθέτης δεν επιδοκιμάζουν σε καμία περίπτωση.

Αναδεικνύεται λοιπόν ότι, ανεξάρτητα από το ζήτημα της συνταγματικότητας του συστήματος των δεσμευμένων συνδυασμών, στο πλαίσιο ενός κομματικού συστήματος όπου απουσιάζουν οι εγγυήσεις εσωκομματικής δημοκρατίας η εφαρμογή της εξαίρεσης οφείλει να συνοδεύεται από μια σειρά δεσμεύσεων, προκειμένου να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο αντικατάστασης των εκλεγέντων με σταυρό προτίμησης βουλευτών από εκείνους που είναι αρεστοί –και πειθήνιοι– στις κομματικές ηγεσίες, ανατρέποντας και διαστρέφοντας το σκοπό της επίμαχης εξαίρεσης.

Προεκτείνοντας τους κινδύνους μιας τέτοιας επιλογής για τη λειτουργία του πολιτεύματος μπορεί να επισημανθεί μια ακόμη σημαντική αρνητική συνέπεια της αυθαίρετης κατάρτισης δεσμευμένων συνδυασμών: Όχι μόνο φίμωση των βουλευτών και αντικατάστασή τους από «πειθήνια όργανα», άρα ακύρωση του θεσμικού ρόλου του βουλευτή, αλλά και κάτι ενδεχομένως πολύ επαχθέστερο για το πολιτικό σύστημα, δηλαδή πρόωρη διακοπή της κυβερνητικής θητείας και πρόωρη διάλυση της Βουλής, προκειμένου να απαλλαγεί η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία από τους «αντάρτες».

III

Με βάση τις προηγούμενες σκέψεις, οδηγούμαστε λοιπόν στις ακόλουθες ερμηνευτικές αποσαφηνίσεις της εκλογικής νομοθεσίας:

Ως προς το ζήτημα της αρμοδιότητας και των προϋποθέσεων κατάρτισης των διευρυμένων συνδυασμών δεν χωρεί αμφιβολία ότι η μόνη ερμηνευτική εκδοχή που εξυπηρετεί τη ratio της κρίσιμης ρύθμισης του άρθρου 10 Ν. 3231/2004 είναι να τηρηθεί κατά την κατάρτιση των συνδυασμών η σειρά εκλογής των υποψηφίων στις προηγούμενες εκλογές. Τη σχετική, τυπική απόφαση θα λάβει το όργανο που κάθε κόμμα ορίζει, όπως προβλέπεται στο καταστατικό του, σύμφωνα με την αρχή της αυτορρύθμισης, λαμβανομένης πάντως υπόψη της επιταγής του άρθρου 29 παρ. 1 Συντ.Στον κανόνα αυτό είναι αναγκαίο να εισαχθούν τρεις εξαιρέσεις, πέραν ασφαλώς της αυτονόητης περίπτωσης παραίτησης ή απροθυμίας των υποψηφίων:

Δεν δεσμεύεται το αρμόδιο κομματικό όργανο να συμπεριλάβει τον βουλευτή ή επιλαχόντα στο συνδυασμό, εφόσον αυτός έχει διαγραφεί από το κόμμα. Εν προκειμένω δεν αρκεί η διαγραφή από την κοινοβουλευτική ομάδα, για την οποία αρμόδιος κατά τον Κανονισμό της Βουλής είναι αποκλειστικά ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας (άρθρ. 16 παρ. 2 και 5 ΚτΒ), δεδομένου ότι ο dominus για την κατάρτιση των συνδυασμών είναι το κόμμα. Εξάλλου η κοινοβουλευτική ομάδα δεν υφίσταται πλέον, μετά τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών.

Μια δεύτερη περίπτωση συνιστούν οι βουλευτές Επικρατείας, οι οποίοι άλλωστε δεν έχουν εκλεγεί με σταυρό προτίμησης. Η επιλογή τους πραγματοποιείται από κάθε κόμμα σύμφωνα με τα οριζόμενα στο καταστατικό του.

Διαφορετική είναι η περίπτωση που αποφασίζεται η δημιουργία νέου κόμματος ή η συγκρότηση συνασπισμού κομμάτων. Εν προκειμένω υφίσταται πλέον ένα νέο πολιτικό υποκείμενο, με συνέπεια η κατάρτιση των συνδυασμών να συνιστά αντικείμενο εξ αρχής πολιτικής διαπραγμάτευσης. Ακόμη πάντως και σε ενδεχόμενη συγκρότηση συνασπισμού κομμάτων, μια πλήρης ανατροπή της σειράς εκλογής των υποψηφίων στις προηγούμενες εκλογές θεωρείται τόσο νομικά όσο και πολιτικά εσφαλμένη. Η κατάρτιση της λίστας εν προκειμένω ορθότερο κρίνεται να προκύψει με βάση τη σειρά εκλογής στις προηγούμενες εκλογές, με αναγωγή στο συνολικό αριθμό ψήφων εκάστου κόμματος σε κάθε εκλογική περιφέρεια.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση το πολιτικό κόμμα να αποφασίσει τη διενέργεια εσωκομματικών δημοκρατικών εκλογών για την ανάδειξη των υποψηφίων βουλευτών, παρακάμπτοντας έτσι τη σειρά εκλογής που προέκυψε κατόπιν σταυροδοσίας σε σχετικά πρόσφατες βουλευτικές εκλογές. Μια τέτοια απόφαση θα συνεπαγόταν πιθανόν να αποτυπωθεί μια διαφοροποίηση στις προτιμήσεις των μελών ή και των φίλων του κόμματος έναντι της προτίμησης του συνόλου του εκλογικού σώματος. Η εν λόγω πολιτική απόφαση του κόμματος κινείται ασφαλώς στην κατεύθυνση ενδυνάμωσης της δημοκρατικής οργάνωσης των πολιτικών κομμάτων, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα.

Μια τέτοια εξαίρεση θα μπορούσε λοιπόν ενδεχομένως να θεωρηθεί θεμιτή, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις που αφορούν τη διασφάλιση της διαφάνειας της επίμαχης διαδικασίας, ώστε να μην καταλείπεται ουδεμία υπόνοια διαβλητότητάς τους· και, ειδικότερα, υπό τις ίδιες ακριβώς εγγυήσεις με τις οποίες διεξάγονται οι γενικές βουλευτικές εκλογές. Ως τέτοιες προϋποθέσεις μπορούν να θεωρηθούν, επιπλέον, η πρόβλεψη της «ισότητας των όπλων» μεταξύ των υποψηφίων, η δημοσιότητα και το αδιάβλητο των εσωκομματικών εκλογών, η μυστικότητα της ψηφοφορίας και η διασφάλιση σε κάθε μέλος του κόμματος της δυνατότητας συμμετοχής.

Ωστόσο, όταν έχει εκφραστεί τόσο πρόσφατα η λαϊκή βούληση, ορθότερο κρίνεται να μην γίνει δεκτή μια τέτοια εξαίρεση, καθώς θα λειτουργούσε ως μέσο πίεσης των βουλευτών κατά την άσκηση του θεσμικού τους ρόλου, ενώ ταυτόχρονα δεν αποκλείεται να οδηγούσε σε κομματικές μεθοδεύσεις αντίθετες προς την εκπεφρασμένη προτίμηση του εκλογικού σώματος, με τελική συνέπεια τη συρρίκνωση της αξιοπιστίας του κομματικού θεσμού.

Όλες οι προηγούμενες ερμηνευτικές αποσαφηνίσεις κρίνεται βέβαια σκόπιμο να αποτυπωθούν και ρητά στην εκλογική νομοθεσία, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο προσφυγών στη δικαιοσύνη, είτε κατά την υποβολή των ψηφοδελτίων και την ανακήρυξη των υποψηφίων είτε μετά τη διενέργεια εκλογών. Η ποιότητα των δημοκρατικών θεσμών καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την ασφάλεια δικαίου επί ζητημάτων που άπτονται των εγγυήσεων ουσιαστικής ελευθερίας λόγου των βουλευτών, της δημοκρατικής λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων, της ικανότητας των κοινοβουλευτικών ομάδων να διαδραματίζουν τον ρόλο των θεσμικών αντιβάρων ή των «παικτών αρνησικυρίας» έναντι των πρωθυπουργικών ή αρχηγικών εξουσιών, καθώς και από την ενεργό συμμετοχή του εκλογικού σώματος στην επιλογή προσώπων και τη λήψη αποφάσεων. Η διασφάλιση ότι η εξαίρεση των δεσμευμένων συνδυασμών (λίστα) δεν θα χρησιμοποιηθεί ως μέσο πίεσης των βουλευτών από τις κομματικές ηγεσίες, ούτε όμως και ως μηχανισμός αυτόματης αναπαραγωγής του πολιτικού προσωπικού, αποτελεί λοιπόν ζήτημα κορυφαίας σημασίας για τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών στη χώρα μας.