Dnews 30.4.2025
1. Έξι χρόνια κυβέρνηση Μητσοτάκη. Είναι τόσο καλή και δεν έχει αντίπαλο ή η προοδευτική αντιπολίτευση βρίσκεται σε κρίση κ. Κοντιάδη;
Η απάντηση στο ερώτημά σας δεν είναι απλή. Όσα τραυματικά και απροσδόκητα έχει βιώσει η ελληνική κοινωνία τα τελευταία 15 χρόνια, μία περίοδο διαδοχικών κρίσεων με αφετηρία την οικονομική, ενδιάμεσους σταθμούς την υγειονομική και την ενεργειακή και σήμερα πρωτίστως την κρίση ακρίβειας και τη συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης, επιτάσσουν μία πολυπρισματική προσέγγιση της πολιτικής συμπεριφοράς των πολιτών. Το βέβαιο είναι ότι διαπιστώνεται μία ευρεία αποστασιοποίησή τους από το κομματικό σύστημα, η ενίσχυση της δυσθυμίας απέναντι στους πολιτικούς θεσμούς και η δυσπιστία προς το πολιτικό προσωπικό. Για να απαντήσω όμως συνοπτικά στο ερώτημά σας, κατά τη γνώμη μου η αποδοκιμασία της κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν συνοδεύεται από την άνοδο της προοδευτικής αντιπολίτευσης επειδή η κοινωνική αποδοκιμασία προς το κομματικό σύστημα δεν έχει αποκτήσει ακόμη πολιτική έκφραση. Άρα το πρόβλημα εντοπίζεται ιδίως στην αδυναμία της προοδευτικής αντιπολίτευσης να πείσει τους πολίτες ότι αποτελεί μία αξιόπιστη εναλλακτική λύση.
2. Το ΠΑΣΟΚ έχει επιλέξει τη στρατηγική της αυτόνομης πορείας. Μπορεί έτσι να κατακτήσει την πρώτη θέση ώστε να επιχειρήσει να συγκροτήσει κυβέρνηση;
Έχω διατυπώσει την άποψη ήδη πριν από δέκα περίπου μήνες, αμέσως μετά τις ευρωεκλογές, από κοινού με τους συναδέλφους Αντώνη Λιάκο, Νίκο Μαραντζίδη και Γιώργο Σωτηρέλη, ότι ο προοδευτικός χώρος απαιτείται να ανασυγκροτηθεί. Τα κόμματα και οι δυνάμεις που ανήκουν στο προοδευτικό τόξο πρέπει να υπερβούν την εσωστρέφεια και την απογοήτευση, συνειδητοποιώντας την αναγκαιότητα κοινής καθόδου στις επόμενες βουλευτικές εκλογές. Αυτό δεν σημαίνει μία τεχνητή συγκόλλησή των υφιστάμενων κομματικών φορέων, αλλά δημιουργία ενός νέου, πολυτασικού πολιτικού υποκειμένου στο οποίο θα μετέχουν οι δυνάμεις του προοδευτικού χώρου. Οι έρευνες κοινής γνώμης τους τελευταίους τουλάχιστον έξι μήνες επιβεβαιώνουν ότι η στρατηγική της αυτόνομης πορείας του ΠΑΣΟΚ δεν έχει τύχει ευμενούς υποδοχής από το εκλογικό σώμα, αφού παρά τη δυσανεξία προς την παρούσα κυβέρνηση η επιρροή του φαίνεται να φθίνει αντί να ενισχύεται. Υπάρχει ακόμη χρόνος για να μεταβληθεί αυτή η στρατηγική, αλλά ο χρόνος δεν είναι απεριόριστος, καθώς δεν αποκλείεται ένας εκλογικός αιφνιδιασμός από την κυβέρνηση στις αρχές του επόμενου έτους.
3. Την ίδια στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ξεφεύγει από χαμηλά μονοψήφια ποσοστά ενώ η Νέα Αριστερά δείχνει να φλερτάρει με την εξωκοινοβουλευτική αριστερά αρνούμενη συνεργασία με την Κουμουνδούρου. Έχει λογική όλο αυτό;
Ο κατακερματισμός του ΣΥΡΙΖΑ μετά τις διαδοχικές διασπάσεις των τελευταίων 20 μηνών τον έχει μετατρέψει από κόμμα εξουσίας, όπως καταγραφόταν πριν από τις εκλογές του 2023, σε ένα μικρό κόμμα το οποίο μάλιστα φαίνεται να στερείται τόσο εσωτερικής συνοχής όσο και ενός συνεκτικού πολιτικού προγράμματος. Η Νέα Αριστερά επίσης διχάστηκε με αφορμή την πρωτοβουλία συγκρότησης ενός “λαϊκού Μετώπου”, ό,τι και αν εκλαμβάνει καθένας με αυτό τον όρο. Όσοι επιχειρούμε πάντως να κατανοήσουμε τις εξελίξεις αυτές, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι οι λόγοι της διάσπασης του ΣΥΡΙΖΑ, άρα και η δυσκολία επανασυγκόλλησής του, δεν οφείλονται μόνο στο “φαινόμενο Κασσελάκη”, αλλά έχουν μία πολιτική προϊστορία κάποιων ετών πριν εμφανιστεί ο Κασσελάκης στο προσκήνιο. Υπό αυτό το πρίσμα είναι διαγνώσιμη η “λογική” ως προς τις δυσκολίες συνεργασίας ή ενοποίησης των δύο κομμάτων. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε τη μακρά παράδοση διασπάσεων και σκληρών εσωτερικών αντιπαραθέσεων στον χώρο της Αριστεράς.
4. Η επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα θα μπορούσε να ανασυντάξει το χώρο;
Ο Αλέξης Τσίπρας πέτυχε την περίοδο 2010-2015 να μεταμορφώσει έναν μικρό και ετερόκλητο συνασπισμό κομμάτων της Αριστεράς σε ενιαίο κόμμα εξουσίας και να κερδίσει δύο διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις, κυβερνώντας τη χώρα για τεσσερισήμισι χρόνια. Το ερώτημα πώς το πέτυχε και πώς αποτιμάται η θητεία του ως πρωθυπουργού δεν μπορεί ασφαλώς να απαντηθεί εδώ. Ωστόσο βέβαιο είναι ότι αναδύθηκε ως ηγετική προσωπικότητα σε μία συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, όταν δηλαδή κατέρρεαν στην Ελλάδα οι βεβαιότητες ολόκληρης της προμνημονιακής εποχής. Υπό αυτή την έννοια, ο ίδιος ταυτίστηκε και ως ένα βαθμό παραμένει ταυτισμένος στη συλλογική συνείδηση με το αφήγημα χάρη στο οποίο έπεισε το εκλογικό σώμα το 2015, κατά μία άποψη μάλιστα και με τη διάψευση αυτού του αφηγήματος. Δέκα χρόνια αργότερα, προκειμένου να επανέλθει ως επικεφαλής για την ανασύνταξη του χώρου θα απαιτούνταν να προβάλει ένα νέο αφήγημα, προσαρμοσμένο στις σημερινές συνθήκες, στο οποίο θα έδινε ο ίδιος πολιτικό πρόσωπο. Μία τέτοια συνθήκη δεν υφίσταται αυτή τη στιγμή, ούτε μπορεί κανείς να προβλέψει αν και πότε θα μπορούσε να υπάρξει.
5. Κατά τη γνώμη σας τι χρειάζεται για τη δημιουργία μιας εναλλακτικής κυβερνητικής λύσης;
Η έλλειψη εναλλακτικής κυβερνητικής λύσης αποτελεί βασική συνιστώσα της παρατεταμένης κρίσης δημοκρατίας που βιώνει σήμερα η χώρα. Η σημαντικότερη πρόκληση για τη δημιουργία μίας κυβερνητικής εναλλακτικής είναι να επανακαθορίσει ο προοδευτικός χώρος την ταυτότητά του μπροστά στις τεράστιες ανακατατάξεις που έχουν πραγματοποιηθεί τις τελευταίες δεκαετίες σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, οι οποίες μετά την εκλογή Τραμπ έχουν λάβει τη μορφή κοσμογονίας για τη Δύση και τον αυτοπροσδιορισμό της. Απαιτείται, μεταξύ άλλων, ένα συνεκτικό σχέδιο για την προστασία των κοινωνικών αγαθών που τείνουν να εμπορευματοποιηθούν και για τη στήριξη των εισοδημάτων του κόσμου της εργασίας, ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και των μεγάλων καταστροφών που έπληξαν και απειλούν σοβαρά τη χώρα, καθώς και ένα σχέδιο για να τεθεί φραγμός στην άνοδο της Ακροδεξιάς, η οποία δεν μπορεί να καταπολεμηθεί με πρόχειρους και αλυσιτελείς εκλογικούς αποκλεισμούς κομμάτων. Αναγκαία είναι, επίσης, μία επεξεργασμένη πρόταση για να ενεργοποιηθούν θεσμικά αντίβαρα απέναντι στις πρωθυπουργικές υπερεξουσίες και να διασωθούν οι δικαιοκρατικοί θεσμοί. Ωστόσο όλα αυτά προϋποθέτουν τη συγκρότηση ενός πολιτικού υποκειμένου που με νέο πολιτικό λόγο και ηγετική ομάδα θα πείσει τους πολίτες ότι έχει τη βούληση και την ικανότητα να τους προσφέρει καλύτερους όρους διαβίωσης, με περισσότερη ασφάλεια, δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια.