ΚΡΑΤΙΚΗ ΣΗΨΗ ΚΑΙ ΑΤΙΜΩΡΗΣΙΑ

Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 21/4/2009

Το θρίλερ Παυλίδη κρατάει την κυβέρνηση σε ομηρεία. Ταυτόχρονα αναμοχλεύεται πάλι η υπόθεση Siemens, ενώ ανοιχτά παραμένουν τα σκάνδαλα του Βατοπεδίου, των ομολόγων και της εξαγοράς της «Γερμανός» από την Cosmote.
Όμως, τόσο η δικαστική διερεύνηση όσο και ο κοινοβουλευτικός έλεγχος αυτών των τεράστιας πολιτικής, αξιακής και οικονομικής σημασίας υποθέσεων φαίνεται να εξελίσσονται σε ατελέσφορα εγχειρήματα, καθώς, ύστερα από έρευνες δυόμισι χρόνων, τον Ιούνιο φτάνει η ώρα της παραγραφής.
Πίσω από την αργόσυρτη εξέλιξη της διερεύνησης των σκανδάλων δεν υποκρύπτεται μόνο η ενδεχόμενη επιχείρηση συγκάλυψης ευθυνών, αλλά ιδίως η ελλειμματική λειτουργία της δημοκρατίας (βλ. Ξ. Κοντιάδης, Ελλειμματική Δημοκρατία, εκδ. Σιδέρης, 2009). Το φαινόμενο της πολιτικής διαφθοράς δεν είναι ασφαλώς ελληνικό. Όμως, η ελληνική πολιτική τάξη, παρά την αποκάλυψη σημαντικού αριθμού σκανδάλων διαφθοράς, κατόρθωσε να μείνει κατ’ ουσίαν αλώβητη και να μη διαταραχθεί η «εσωτερική» διαδικασία αναπαραγωγής της.
Η μία όψη της ελληνικής ιδιαιτερότητας συνίσταται ασφαλώς στη «διακριτική επιρροή» που ασκεί η πολιτική τάξη στην ποινική δικαιοσύνη, περιορίζοντας, ιδίως σε υποθέσεις «πολιτικού ενδιαφέροντος», τη δικαστική ανεξαρτησία. Η συνταγματική διαρρύθμιση της υπηρεσιακής κατάστασης των δικαστών και εισαγγελέων, κατά την οποία κρίνονται από τα μέλη του οικείου ανωτάτου δικαστηρίου, σε συνάρτηση με τον διορισμό της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων από το Υπουργικό Συμβούλιο, συνεπάγεται τη δυνατότητα έμμεσων πολιτικών παρεμβάσεων στο δικαιοδοτικό έργο.
Η δεύτερη όψη της συγκάλυψης σκανδάλων και της «ατιμωρησίας» της πολιτικής τάξης εντοπίζεται στην απίσχνανση, πέρα από την ποινική ευθύνη, και της πολιτικής ευθύνης. Ο θεσμός της κοινοβουλευτικής ευθύνης των μελών της κυβέρνησης υπολειτουργεί εκ των πραγμάτων σε πλειοψηφικά, δικομματικά συστήματα, όπως το ελληνικό, ιδίως ως προς τον καταλογισμό της ευθύνης μέσω πρότασης δυσπιστίας.
Συμπληρωματικά προς τα προηγούμενα, η κοινοβουλευτική διαδικασία για την άσκηση δίωξης εις βάρος μελών της κυβέρνησης εμφανίζεται, μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, εξαιρετικά δύσκολο να ευοδωθεί, τουλάχιστον εάν δεν έχει μεσολαβήσει αντιστροφή της κοινοβουλευτικής δύναμης των κομμάτων εξουσίας κατόπιν εκλογών.
Και σε αυτή την περίπτωση φαίνεται να υπερισχύει η λογική της αυτοσυντήρησης ή της «αλληλεγγύης» εντός της εκάστοτε κυβερνώσας πλειοψηφίας, που μέσα στις ασφυκτικές προθεσμίες που προβλέπει το άρθρο 86 του Συντ. κατά κανόνα επιλέγει να απορρίψει προτάσεις ποινικής δίωξης εναντίον υπουργών ή πρώην υπουργών. Τέλος, δεν είναι αμελητέες οι επιπτώσεις της εξάρτησης της σύστασης εξεταστικών επιτροπών από την εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Όλα τα προηγούμενα συναρτώνται, ασφαλώς, με την υπερσυγκέντρωση εξουσίας στις κομματικές ηγεσίες, στο πλαίσιο του παγιωμένου ελλείμματος εσωκομματικής δημοκρατίας. Η ατιμωρησία της κρατικής σήψης δεν μπορεί, ωστόσο, να αντιμετωπιστεί με την εναλλαγή των μεγάλων κομμάτων στην εξουσία, αλλά μέσα από τον μετασχηματισμό του κράτους και μια θεσμική επανάσταση που θα ανανεώσει τις δημοκρατικές και δικαιοκρατικές εγγυήσεις της πολιτείας.