ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ

Εφημερίδα “ΈΘΝΟΣ”, 21/9/2010

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν, ανάμεσά τους και η συνδικαλιστική ηγεσία των πανεπιστημιακών, ότι το σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης οδεύει προς κατάρρευση. Η συσσώρευση των προβλημάτων έχει οδηγήσει στη διογκούμενη απαξίωση των πανεπιστημίων, συμπαρασύροντας στην καταστροφολογία και σοβαρές σχολές, με επίπεδο εφάμιλλο των καλύτερων ευρωπαϊκών, όπου παράγεται σημαντικό διδακτικό και ερευνητικό έργο. Στο πλαίσιο αυτό το υπουργείο Παιδείας έχει εξαγγείλει τη δημοσιοποίηση των κατευθύνσεων για έναν νέο νόμο-πλαίσιο μόλις τρία χρόνια μετά την ψήφιση του ψευδομεταρρυθμιστικού νόμου Γιαννάκου, που τόση ένταση είχε προκαλέσει εντός και εκτός πανεπιστημίων, σε συνάρτηση με την τότε συζητούμενη αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος.
Η αξιολόγηση που πραγματοποίησε πρόσφατα η Αρχή Διασφάλισης Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση δεν αποκάλυψε τίποτα καινούργιο: ο αριθμός των 38 πανεπιστημίων και ΑΤΕΙ κρίνεται υπερβολικός, η γεωγραφική διασπορά των σχολών ανορθολογική, τόσο από ακαδημαϊκή όσο και από οικονομική σκοπιά, η κατανομή πόρων και υποδομών άνιση, τα προγράμματα σπουδών ενίοτε αλληλοεπικαλυπτόμενα, υπερεξειδικευμένα ή αναχρονιστικά, τα κίνητρα για το διδακτικό προσωπικό περιορισμένα, ενώ κατ’ επανάληψη έχουν διαπιστωθεί πελατειακά δίκτυα και φαινόμενα διαπλοκής εντός των τειχών, αποσύνθεση της ακαδημαϊκής κουλτούρας, κομματισμός, νεποτισμός και ασφυκτικός εναγκαλισμός με το κεντρικό κράτος, ελλιπής διασύνδεση με πανεπιστήμια του εξωτερικού και ερευνητικά κέντρα, κατάχρηση του θεσμού του ασύλου και σημαντική υποβάθμιση του επιπέδου σπουδών.
Τη στιγμή που σε όλη την Ευρώπη αυτά τα ζητήματα θεωρούνται από μακρού λυμένα ή αυτονόητα, στη χώρα μας συνεχίζουμε αμέριμνοι να συζητάμε για τα όρια της ακαδημαϊκής αυτονομίας, το εύρος της φοιτητικής συμμετοχής στην πανεπιστημιακή διοίκηση, την προστασία της περιουσίας των ιδρυμάτων από βανδαλισμούς, το σύστημα διανομής συγγραμμάτων ή τα όρια στη σχέση κράτους, πανεπιστημίων και αγοράς. Ταυτόχρονα, παρότι όλοι συμφωνούν ότι απαιτούνται τομές, όταν έρχεται η ώρα των αλλαγών ανακύπτουν ποικιλώνυμα θιγόμενοι, προκαλώντας «κινητοποιήσεις» που ματαιώνουν κατά κανόνα ακόμη και τον διάλογο.
Η αποτελμάτωση της ανώτατης εκπαίδευσης διευκολύνει μόνο δύο κατηγορίες προσώπων: αφενός όσους, λόγω ανεπάρκειας ή περιορισμένου «ζήλου», αισθάνονται ασφαλείς ή ευνοημένοι σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιδόσεων και επάλληλων συναλλαγών. Αφετέρου όσους αποσκοπούν να καλύψουν τα κενά της δημόσιας εκπαίδευσης κερδοσκοπώντας. Ριζικές αλλαγές στην ανώτατη εκπαίδευση σημαίνει, μεταξύ άλλων, συγχωνεύσεις πανεπιστημίων, κατάργηση τμημάτων, αναδιάρθρωση προγραμμάτων σπουδών, αναδιανομή πόρων, λογοδοσία, διοικητικό εξορθολογισμό και αύξηση των δημοσίων δαπανών. Σημαίνει, δηλαδή, ότι κάποιοι θα ξεβολευτούν. Την εναλλακτική λύση αποτελεί, όμως, μία πλήρως απαξιωμένη δημόσια ανώτατη εκπαίδευση, με κάποιες νησίδες αριστείας. Ας είναι τουλάχιστον σαφές ότι αν δεν θιγούν ούτε αυτήν τη φορά τα μικροκομματικά, συντεχνιακά, επιχειρηματικά ή τοπικιστικά συμφέροντα, οι συνέπειες δεν θα αφορούν μόνο τα πανεπιστήμια, αλλά τόσο την περαιτέρω συρρίκνωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας όσο και τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Κρίσιμο είναι, πάντως, οι αναγκαίες αλλαγές να μη θίξουν τη συνταγματικά κατοχυρωμένη πανεπιστημιακή αυτοδιοίκηση.