Πολιτική διαφθορά και παράνομα αποδεικτικά μέσα

Πρώτο Θέμα, 28/06/20

Οι διάλογοι Παππά-Μιωνή αποτελούν, αν δεν αποδειχθούν πλαστοί, ένα συγκλονιστικό πολιτικό ντοκουμέντο. Πρόκειται για ένα τεκμήριο πολιτικής διαφθοράς τεραστίων διαστάσεων, με την εμπλοκή υπουργών, δικαστικών λειτουργών και επιχειρηματιών σε ένα σχέδιο που δεν αποσκοπούσε μόνο στον προσπορισμό οικονομικού οφέλους, αλλά και στην ηθική, πολιτική και δικαστική εξόντωση πολιτικών αντιπάλων, κατά τρόπο ώστε ενδεχομένως να διακυβευόταν το δημοκρατικό πολίτευμα και το κράτος δικαίου. Τα πολιτικά και νομικά ζητήματα είναι ευρύτατα και σύνθετα.

Το πρώτο ερώτημα είναι αν το ηχητικό υλικό μπορεί να αξιοποιηθεί δικαστικά παρότι πρόκειται για παρανόμως κτηθέν αποδεικτικό μέσο. Η απάντηση προκύπτει από το Σύνταγμα, που στο άρθρο 19 παρ. 3 προβλέπει ρητά ότι απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του απορρήτου της επικοινωνίας, της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων.

Η συνταγματική αυτή διάταξη συνιστά μία σημαντική κατάκτηση του νομικού μας πολιτισμού, που κατοχυρώθηκε με την αναθεώρηση του 2001. Εκτός των άλλων, αποσκοπεί στην προστασία της πολιτικής τάξης από τη ροπή της προς την αλληλοεξόντωση, όπως θα εξηγηθεί πιο κάτω. Εξαιρέσεις από την προαναφερθείσα συνταγματική ρύθμιση δεν χωρούν, όπως προκύπτει σαφώς από τη γραμματική και την ιστορική ερμηνεία της. Άρα το ηχητικό ντοκουμέντο απαγορεύεται να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό στοιχείο και η παράβαση του κανόνα αυτού επισύρει ποινικές κυρώσεις.

Όμως η πολιτική τάξη στη χώρα μας φαίνεται να έχει άλυτα ζητήματα. Το 2015 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ επέτρεψε με άσχετη τροπολογία σε νόμο τη χρήση παράνομα κτηθέντων αποδεικτικών μέσων υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Τη διάταξη αυτή κατήργησε λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές του Ιουλίου 2019, αλλά η παρούσα κυβέρνηση την επανέφερε αυτούσια σε ισχύ. Η διάταξη είναι προδήλως αντισυνταγματική. Σημειωτέον ότι αμφίβολης συνταγματικότητας είναι και η σχετική νομολογία του Αρείου Πάγου, που αφορά εντελώς οριακές περιπτώσεις, όπου το παράνομο αποδεικτικό μέσο αποτελεί το μόνο στοιχείο για να αποδειχθεί η αθωότητα κατηγορουμένων για σοβαρά αδικήματα.

Τίθεται όμως και ένα δεύτερο κρίσιμο ερώτημα, λαμβάνοντας υπόψη ότι το ηχητικό υλικό (και όσα ενδεχομένως ακολουθήσουν) επηρεάζει άμεσα τον πολιτικό διάλογο και, ευρύτερα, τις εξελίξεις στη δημόσια σφαίρα: Είναι επιτρεπτή η δημοσιοποίησή του; Η δικαστική «αχρησία» του ηχητικού υλικού κάθε άλλο παρά το καθιστά πολιτικά αδιάφορο. Ούτε είναι εφικτή στην πράξη η παρεμπόδιση της δημοσιοποίησής του. Ακόμη περισσότερο, η δημόσια διακίνησή του είναι υποστηρίξιμο ότι καλύπτεται από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία του λόγου και της πληροφόρησης. Ενδεικτικά, σε μία εμβληματική του απόφαση το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έκρινε, με αφορμή τη ραδιοφωνική μετάδοση παράνομα ηχογραφημένης τηλεφωνικής συνομιλίας, ότι σε κάποιες περιπτώσεις η ιδιωτικότητα υποχωρεί όταν σταθμίζεται με τη δημοσίευση θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος (βλ. Α. Φωτιάδου, Παράνομη υποκλοπή: Η απόφαση Bartinki v. Vopper του Ανωτάτου Δικαστηρίου, www.syntagmawatch.gr, 27.6.2020).

Άρα η δικαστική χρήση του ηχητικού υλικού απαγορεύεται, όμως η ελεύθερη «χρήση» του στη δημόσια σφαίρα μπορεί να προκαλέσει μείζονες πολιτικές επιπτώσεις. Η λογική του Συντάγματος είναι να απαγορεύσει την αξιοποίηση παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι ο δημόσιος διάλογος είναι επιτρεπτό να στερηθεί τεκμηρίων που αφορούν τη λειτουργία του πολιτεύματος και τους κινδύνους στους οποίους εκτέθηκε το κράτος δικαίου και η δικαστική ανεξαρτησία.