ΤΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΒΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΟΜΙΑΣ

Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 24/3/2009

Πίσω από την έξαρση των φαινομένων βίας και ανομίας, την εμφάνιση της νέας τρομοκρατίας και την αλληλοτροφοδοτούμενη διόγκωση της εγκληματικότητας και της αστυνομικής αυθαιρεσίας, δεν υποκρύπτεται μόνο η οικονομική κρίση και οι κοινωνικές της προεκτάσεις, αλλά ιδίως η κατάρρευση ενός ολόκληρου συστήματος αξιών. Η ίδια η οικονομική κρίση δεν αποτελεί άλλωστε παρά επιστέγασμα της ανεπαρκούς θεσμικής εποπτείας επί των μηχανισμών της αγοράς, υποσκάπτοντας την εμπιστοσύνη της κοινωνίας ως προς την ικανότητα του κράτους να θεσπίσει και να εφαρμόσει πολιτικές ελέγχου, αλλά και να παρέμβει εγκαίρως για την αντιμετώπισή της.
Σήμερα εκδηλώνεται με ακραίο τρόπο η χρόνια υποβάθμιση των δημοκρατικών θεσμών (βλ. Ξ. Κοντιάδη, Ελλειμματική Δημοκρατία, εκδόσεις Σιδέρη, 2009). Οι πολίτες αισθάνονται ότι δεν υπάρχει δυνατότητα για ουσιαστική συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων. Η διαρκής αποδυνάμωση της ικανότητας των πολιτικών κομμάτων να αντιπροσωπεύσουν τις κοινωνικές δυνάμεις προς τις οποίες απευθύνονται, δεν υπήρξε μόνον αποτέλεσμα του σταδιακού μετασχηματισμού τους σε κόμματα με άμεση, εξωθεσμική παρέμβαση στον κρατικό μηχανισμό, αλλά και συνέπεια της ανεπάρκειάς τους να αρθρώσουν πολιτικό λόγο που να υπερβαίνει μια διαμεσολαβητική-διαχειριστική λογική ως προς τη σχέση κράτους, οικονομίας και κοινωνίας. Η απόσταση ανάμεσα στους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς των κομμάτων και στα μέλη ή τους ψηφοφόρους τους φαίνεται να διευρύνεται σταθερά.
Η αποϊδεολογικοποίηση της πολιτικής και η αναξιοπιστία των θεσμών ενισχύουν την αποπολιτικοποίηση και ιδιωτικοποίηση των πολιτών. Παράλληλα με τη μετατόπιση των πολιτικών κομμάτων από την ιδεολογική και κοινωνική «καθαρότητα» στον επαμφοτερίζοντα, πολυσυλλεκτικό λόγο, συντελείται η μετακίνηση του πολίτη από το δημόσιο στο ιδιωτικό συμφέρον. Η αποξένωση ανάμεσα στα κόμματα και την κοινωνία δεν συναρτάται μόνο με την εξατομίκευση και την αποπολιτικοποίηση, αλλά και με τη δυσπιστία απέναντι σε κάθε μορφή θεσμοποιημένης εξουσίας. Η κατάργηση του ανοικτού και ανταγωνιστικού χαρακτήρα της δημοκρατίας οδηγεί στην ενίσχυση των αντισυστημικών μορφών πολιτικής δράσης, είτε αυτές εκφράζονται ως ενδυνάμωση των κομμάτων διαμαρτυρίας, είτε εκδηλώνονται ως βίαιες κοινωνικές εξεγέρσεις, είτε καταλήγουν σε τυφλές καταστροφές.
Όταν ο πολιτικός λόγος πλαισιώνεται με μια ηθικολογική ρητορεία, παρουσιάζοντας την πολιτική ως εάν να εκτυλίσσεται στον άξονα της ηθικής, ενώ παράλληλα τα φαινόμενα πολιτικής διαφθοράς μονοπωλούν την καθημερινή πολιτική ζωή, αυτή η αντινομία υποσκάπτει την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος και νομιμοποιεί τη «βεβήλωση του αβεβήλωτου». Ωστόσο για την άμβλυνση των φαινομένων τυφλής βίας δεν αρκεί μία κοινωνικά δίκαιη αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, ούτε ασφαλώς ενδείκνυται η διεύρυνση της διακριτικής ευχέρειας των μηχανισμών καταστολής. Απαιτείται, πρωτίστως, η ανανέωση της εμπιστοσύνης της κοινωνίας προς τους δημοκρατικούς θεσμούς και ο ριζοσπαστικός μετασχηματισμός του κράτους, με κεντρικούς άξονες τον εκδημοκρατισμό των κομμάτων, την καταπολέμηση της διαφθοράς και τον σεβασμό προς τον πολίτη.