Ο Πέτρος Κόκκαλης και ο Ξενοφών Κοντιάδης για τον “κόσμο που καίγεται”

Συνέντευξη στο NEWS 24/7, 5.6.2024

Ενώ το κλίμα αλλάζει ραγδαία μπροστά στα μάτια μας, με καταστροφικές πλημμύρες και πυρκαγιές να σαρώνουν τον πλανήτη καθημερινά, φαινόμενα που ζούμε σε μεγάλη ένταση και στην Ελλάδα, γιατί κάποιοι παραμένουν “δύσπιστοι” για την κλιματική κρίση; Ποιους ενοχλεί η αλήθεια αυτή;

Ξενοφών Κοντιάδης: Η άρνηση της κλιματικής αλλαγής και των επιπτώσεών της συνδέεται πρωτίστως με οικονομικά συμφέροντα προσώπων ή οικονομικών κλάδων, όπως ιδίως οι παραγωγοί, μεταφορείς και έμποροι ορυκτών καυσίμων. Όμως, οφείλεται επίσης στην άρνηση να αντιμετωπιστεί η δυσάρεστη πραγματικότητα. Αυτή την πραγματικότητα οφείλουμε να αφομοιώσουμε, αναλαμβάνοντας την ευθύνη της εναντίωσης που μας αναλογεί. Οι ατομικοί και συλλογικοί ψυχολογικοί μηχανισμοί άρνησης, απώθησης και μετάθεσης εμποδίζουν να συνειδητοποιηθεί πλήρως η βαρύτητα της κλιματικής και περιβαλλοντικής κρίσης. Σήμερα οφείλουμε να αναγνωρίσουμε συναισθηματικά και γνωσιακά αυτό που συμβαίνει και να αγωνιστούμε για τη μείωση των επιπτώσεων, την προσαρμογή και την αποκατάσταση της φύσης.

Στο βιβλίο, περιγράφοντας κλιματικά σενάρια αν η θερμοκρασία αυξηθεί από 3 έως 6 βαθμούς, αναφέρετε μεταξύ άλλων πως σε μια τέτοια περίπτωση, η Αθήνα θα καλυφθεί από αφρικανική σκόνη. Η εικόνα αυτή που άλλοτε θα χαρακτηριζόταν “δυστοπία”, με την ένταση του φαινομένου στη χώρα το τελευταίο διάστημα, κάνει και τους πιο δύσπιστους να προβληματιστούν. Μπορεί κάτι τέτοιο να ανατραπεί; 

Ξενοφών Κοντιάδης: Ζούμε το μέλλον. Η κλιματική κρίση που βιώνουμε σήμερα στον πλανήτη είχε προβλεφθεί για το 2050. Ήρθε 27 χρόνια νωρίτερα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει προβλέψει ότι αν δεν επιτευχθεί ο στόχος να περιοριστεί η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη στον 1,5ο C, οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης για τους κατοίκους της Ευρώπης θα είναι δυσθεώρητες σε πρόωρους θανάτους και ετήσιες οικονομικές ζημίες. Η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη είναι ήδη πάνω από 1,5ο C. Μείωση δεν μπορεί να υπάρξει. Για την Ελλάδα, χώρα ανοχύρωτη απέναντι στην κλιματική κρίση και οικονομικά πιο ευάλωτη, οι επιπτώσεις προμηνύονται ακόμη πιο επώδυνες, αν δεν γίνουν γρήγορα και μεγάλα βήματα. Το μόνο βέβαιο επιστημονικά είναι ότι επιστροφή στις κλιματικές συνθήκες του παρελθόντος, αυτές των παιδικών μας χρόνων, δεν υπάρχει.

Ο τίτλος του βιβλίου “Ο κόσμος καίγεται” συμπληρώνεται από το “αλλάξτε το σύστημα, όχι το κλίμα”. Τι ακριβώς είναι αυτό που πρέπει να αλλάξει; Αρκούν μόνο κάποιες “πράσινες πινελιές” στο υπάρχον καπιταλιστικό πλαίσιο ή μιλάτε για δομικές αλλαγές;

Ξενοφών Κοντιάδης: Αν ως σύστημα εννοούμε ένα μοντέλο ανάπτυξης που έχει αποδειχθεί επιστημονικά και εμπειρικά ότι οδηγεί σε ακραία καιρικά φαινόμενα, ερημοποίηση, λειψυδρία, αβίωτες πόλεις, εντεινόμενες ανισότητες, τότε πρέπει να αλλάξουν όλα. Ένας πολιτικός χώρος που υποστηρίζει την αλλαγή του ενεργειακού και του παραγωγικού μοντέλου είναι εξ ορισμού αντισυστημικός. Χρειάζεται ένα συνεκτικό οικονομικό σχέδιο και πρόγραμμα κοινωνικής αναδιανομής για την αναδιοργάνωση των παραγωγικών δομών, με τη συμμετοχή όλων των κοινωνικών εταίρων. Για τη δημιουργία οικολογικών υποδομών, για την ποιότητα του αέρα και των υδάτων, τη μείωση και τη βιώσιμη διαχείριση των αποβλήτων, την υγεία των ανθρώπων, την ανάπτυξη νέων πηγών ενέργειας, την οικολογική συντήρηση και κατασκευή κτιρίων, την αλλαγή των παραγωγικών δομών, τη δίκαιη φορολογία, την κοινωνική προστασία, την εκπαίδευση, την αποκατάσταση των οικοσυστημάτων.

Στο τέταρτο μέρος του βιβλίου σας με τίτλο “προς ένα δίκαιο πράσινο συμβόλαιο” προτείνετε το βασικό εισόδημα για όλους. Με ποιον τρόπο μπορεί αυτό να προκύψει, από που μπορεί να χρηματοδοτηθεί; Στοχεύει στην αναδιανομή του πλούτου;

Ξενοφών Κοντιάδης: Το απροϋπόθετο βασικό εισόδημα συμφιλιώνει τον οικολογικό στόχο της βιώσιμης ανάπτυξης με τον κοινωνικό στόχο να μειωθεί η ανεργία και τα φαινόμενα κοινωνικού αποκλεισμού. Το βασικό εισόδημα είναι συμβατό με την αντίληψη ότι οφείλουμε να οριοθετήσουμε τις προσδοκίες μας για περαιτέρω αύξηση του υλικού επιπέδου διαβίωσης και την υπέρμετρη κατανάλωση. Με τη λογική ότι η φύση και οι φυσικοί πόροι αποτελούν κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας, ένα τμήμα του εθνικού προϊόντος ανήκει απροϋπόθετα σε όλους, ανεξάρτητα αν συμβάλλουν στην παραγωγή του.