Η ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ

Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 22/9/2009

Το αποτέλεσμα κάθε εκλογικής αναμέτρησης, στο πλαίσιο ενός συστήματος πλειοψηφικού δικομματικού κοινοβουλευτισμού, διαμορφώνεται κυρίως με γνώμονα δύο βασικές συνιστώσες: Αφενός τον βαθμό επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας της εκάστοτε κυβέρνησης και αφετέρου την ένταση της ελπίδας και των προσδοκιών που εμπνέουν οι αντιμαχόμενοι κομματικοί σχηματισμοί. Μια ευρεία εκλογική νίκη του ενός ή του άλλου κόμματος εξουσίας αποτελεί, κατά κανόνα, παράγωγο συνδυαστικής επενέργειας των δύο αυτών στοιχείων, δηλαδή της διάψευσης προσδοκιών ή και της οργής που προκαλεί μια παράταξη, συνήθως η κυβερνώσα, και ταυτόχρονα του κύματος ελπίδας που γεννούν ο προγραμματικός λόγος, τα πρόσωπα και οι επαγγελλόμενες πολιτικές της αντίπαλης κομματικής δύναμης. Από την άλλη πλευρά, η απογοήτευση απέναντι και στα δύο κόμματα εξουσίας συνεπάγεται την ενίσχυση των μικρών κομμάτων, που εκφέρουν κατά βάση έναν καταγγελτικό ή ενίοτε και αντισυστημικό λόγο.
Συντριπτικές νίκες, κατά τα 35 χρόνια της Γ Ελληνικής Δημοκρατίας, πέτυχαν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1974, εκφράζοντας την απαίτηση για αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών, και ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1981, με την προσδοκία της Αλλαγής. Με καθαρές νίκες επικράτησαν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης το 1989-90, με την επαγγελία της «Κάθαρσης», ο Κώστας Σημίτης το 1996 με το αίτημα του εκσυγχρονισμού, αλλά και ο Κώστας Καραμανλής το 2004, με σύνθημα τον πόλεμο κατά της «διαπλοκής» και την «επανίδρυση» του κράτους. Σε όλες τις προηγούμενες χρονικές περιόδους το διακύβευμα ήταν διαυγές και η ελπίδα στην ελληνική κοινωνία ισχυρή.
Στις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου η επικράτηση του ΠΑΣΟΚ, την οποία προαναγγέλλουν οι δημοσκοπήσεις, βασίζεται στην απογοήτευση από πεντέμισι άγονα χρόνια κεντροδεξιάς διακυβέρνησης, που σημαδεύτηκαν από ακραία κρούσματα διαφθοράς, πολιτικού αμοραλισμού και νωχελικότητας στην άσκηση εξουσίας, από μη αναστρέψιμες περιβαλλοντικές καταστροφές και επιδείνωση όλων των κοινωνικών και οικονομικών δεικτών. Όμως η ελπίδα που εμπνέει το κόμμα της Κεντροαριστεράς, όπως άλλωστε όλα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη, εμφανίζεται περιορισμένη. Η διεθνής οικονομική κρίση δεν επιτρέπει βάσιμες προσδοκίες για βελτίωση των όρων διαβίωσης για τα μεσαία και χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία δεν πείθει πλέον ότι διαθέτει τα πολιτικά εργαλεία για να διασφαλίσει τα κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών και ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης και συνθηκών απασχόλησης για όλους. Το κοινωνικό κράτος, ως προνομιακό πεδίο πολιτικής για την Κεντροαριστερά και την Αριστερά, συνεχίζει σταδιακά να καταρρέει.
Στη μάχη της 4ης Οκτωβρίου κυριαρχεί ο φόβος για το χειρότερο. Το ΠΑΣΟΚ πέτυχε κατά τον τελευταίο χρόνο να πείσει ότι αποτελεί ένα συλλογικό υποκείμενο με σταθερό κέντρο εξουσίας και συνεκτικό λόγο. Όμως το φορτίο ελπίδας που φέρει παραμένει χαμηλό. Η σημαντική εκλογική διαφορά που αποτυπώνουν οι δημοσκοπήσεις μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας εκφράζει πρωτίστως την αποδοκιμασία απέναντι σε μια αποτυχημένη κυβέρνηση, αλλά και την απομάκρυνση μιας κρίσιμης μάζας ψηφοφόρων από την παραπαίουσα «ανανεωτική» Αριστερά. Η Κεντροαριστερά δεν θα κυβερνήσει, συνεπώς, με κατοχυρωμένη τη δύναμη της ελπίδας. Η εμπιστοσύνη και η ανάταση που προσδοκά η ελληνική κοινωνία και οικονομία μένει να κατακτηθούν εκ των υστέρων, ως αποτέλεσμα μιας δίκαιης, αποτελεσματικής και συλλογικής κυβερνητικής πολιτικής.